Anonymous

διαπείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπείρω''': διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.
|lstext='''διαπείρω''': διαπερῶ, διατρυπῶ, τι διά τινος Εὐρ. Φοιν. 26, πρβλ. Ἰλ. Π. 405.
}}
{{bailly
|btext=faire passer en perçant ; [[τί]] τινι transpercer une chose avec une autre ; διαπεπαρμένος ἥλοις PLUT percé de clous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πείρω]].
}}
}}