3,277,218
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίοδος''': ἡ, = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι. | |lstext='''τρίοδος''': ἡ, = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; [[ἐκ]] τριόδου LUC du carrefour, <i>càd</i> trivial, commun.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]] [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |