Anonymous

ὅμαδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅμᾰδος''': ὁ, ([[ὁμός]], [[ὁμάς]]) [[θόρυβος]], βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 ([[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὅμιλος]], ταραχῶδες [[πλῆθος]] πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ [[θόρυβος]] τῆς μάχης, [[χάλκεος]] ὅμ., ὁ [[θόρυβος]] τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. [[ὅμιλος]], [[ὄχλος]], καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]]· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.
|lstext='''ὅμᾰδος''': ὁ, ([[ὁμός]], [[ὁμάς]]) [[θόρυβος]], βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 ([[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὅμιλος]], ταραχῶδες [[πλῆθος]] πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ [[θόρυβος]] τῆς μάχης, [[χάλκεος]] ὅμ., ὁ [[θόρυβος]] τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. [[ὅμιλος]], [[ὄχλος]], καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]]· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rassemblement, multitude;<br /><b>2</b> bruit d’une foule rassemblée ; tumulte ; <i>particul.</i> bruit d’un combat, tumulte d’une mêlée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]].
}}
}}