Anonymous

διαφέρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφέρω''': μέλλ. [[διοίσω]] καὶ διοίσομαι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 255, κτλ.· ἀόρ. α΄ διήνεγκα, Ἰων. διήνεικα, ἀόρ. β΄ διήνεγκον. Διαβιβάζω [[ἀπέναντι]], δ. [[ναῦς]] τὸν Ἰσθμὸν Θουκ. 8. 8· [[φέρω]] ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἕτερον, διαφέρεις κηρύγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 382· [τὸ [[ἤλεκτρον]]] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἀριστ. Θαυμασ. 81· - μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θὰ θέσῃ τὴν γλῶσσάν του εἰς κίνησιν, θὰ ὁμιλήσῃ, Σοφ. Τρ. 323· πρβλ. διίημι. 2) ἐπὶ χρόνου, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, Λατ. peragere vitam, διέρχομοι τὸν βίον, Ἡρόδ. 3. 40, Εὐρ. Ἑλ. 10· τὴν νύκτα ὁ αὐτ. Ρήσ. 600 καὶ ἀπολ., [[ἄπαις]] διοίσει [[αὐτόθι]] 982· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζῶ, διατελῶ, ὑγιηροὶ [[τἆλλα]] διαφέρονται Ἱππ. Ἄρθρ. 823· σοῦ διοίσεται [[μόνος]], θὰ διέλθῃ τὸν βίον του χωρὶς σοῦ, Σοφ. Αἴ. 511· σκοπούμενος διοίσει Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Bast. ἀντὶ διέσῃ). 3) [[φέρω]] διὰ μέσου, [[φέρω]] [[μέχρι]] τέλους, σκῆπτρα Εὐρ. Ι. Α. 1195· γαστρὸς ὄγκον δ., ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· [[ἐντεῦθεν]], 4) [[φέρω]] [[μέχρι]] τέλους, [[ὑποφέρω]], [[βαστάζω]], [[ἀντέχω]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], πόλεμον Ἡρόδ. 1. 25, Θουκ. 1. 11· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[φέρω]] τὸ [[φορτίον]] ἢ βάρος τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 54· - [[ὑπομένω]], [[ὑποστηρίζω]], [[ὑποβαστάζω]], Λατ. perferre, μετ’ ἐπιρρ., ὡς τὸ Λατ. facillime ἢ graviter ferre, ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] τοὐμὸν Σοφ. Ο. Τ. 321· οὕτω, δ. πότμον δάκρυσι Εὐρ. Ἱππ. 1143. ΙΙ. [[φέρω]], [[μεταφέρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἀριστοφ. Λυσ. 570, κτλ.· [[πάλλω]] διαφοροτρόπως, [[ὅπλισμα]]… διαφέρων ἐσφενδόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 715· δ. τὰς κόρας, [[περιστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1087, Ὀρ. 1262. - Παθ., φέρομαι, μεταφέρομαι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζομαι, ἀντίθ. τῷ συμφέρεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· διαρρίπτομαι, περιρριπτάζομαι, Λατ. jactari, Στράβ. 144. 2) δ. τινά, ἐξαπλώνω, διαδίδω τὴν φήμην του εἰς τὸν κόσμον, Πίνδ. ΙΙ. 11. 91· εἰς ἅπαντας τὴν μνήμην [[αὐτοῦ]] δ. Δημ. 1415. 12· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[φήμη]] διαφέρεται Πλούτ. 2. 163C. 3) [[σχίζω]] εἰς δύο, Λατ. differre, Αἰσχύλ. Χο. 68 (κατὰ τὸν Σχολ.), Εὐρ. Βακχ. 754, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 4, ἐν τῷ παθ.· - μεταφ., ἀποσχολῶ, περισπῶ, τὴν ψυχὴν φροντίσιν Πλούτ. 2. 133D· πρβλ. [[διαφορέω]]. 4) δ. τὴν ψῆφον, δίδω τὴν ψῆφόν μου [[διαφόρως]], δηλ. [[ἐναντίον]] ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 138, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], [[ἕκαστος]] δίδει τὴν ψῆφόν του, Εὐρ. Ὀρ. 46, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Συμπ. 5, 8. 5) ἐράνους διαφέρειν = διαλύεσθαι, ἀποτίνειν, πληρώνειν, Λυκοῦργ. 150. 38· πρβλ. [[ἔρανος]]. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω διαφοράν, εἶμαι [[ἀνόμοιος]], φυᾷ δ. Πίνδ. Ν. 7. 79· ἆρ’ οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; ἀρά γε οἱ γονεῖς κάμνουν τινὰ νὰ διαφέρῃ (ἡ καταγωγὴ δηλ.) ἢ ἡ [[ἀνατροφή]]; Εὐρ. Ἑκ. 599· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[διάφορος]] ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ὀρ. 251, Θουκ. 5. 86, κτλ.· μετ’ αἰτ., οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ἀριστοτ. Νεφ. 503· τὸ δ’… ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ’ ὅτε τοῦ κόπτειν διαφέρει Δημ. 562. 18· δ. τὰς μορφὰς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 3· δ. εἴς τι, ἔν τινι Ξεν. Ἱέρ. 1, 2 καὶ 7· κατά τι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 1· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 2. 13, 10, κτλ.· τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν… θεωρείσθω ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 8, 10· μετ’ ἀπαρ., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα [[εἶναι]] δ. Λουκ. Ἀλεξ. 15· [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ψῆφοι [[τρεῖς]] διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι, [[τρεῖς]] ψῆφοι ἔκαμαν τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὴν θανατικὴν ποινήν· δηλ. ὑπῆρχε μόνον τριῶν [[ψήφων]] [[πλειονοψηφία]] [[ἐναντίον]] αὐτῆς, Δημ. 676. 10. 2) ἀπροσ., διαφέρει, ὑπάρχει [[διαφορά]], πλεῖστον δ., Λατ. multum interest Ἱππ. Ἀφ. 1253· βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν, εἰ…, Εὐρ. Τρῳ. 1248, κτλ.· οὐδὲν διαφέρει, οὐ διαφέρει, δὲν ὑπάρχει [[διαφορά]], Λατ. nihil refert, Πλάτ. Πρωτ. 329D, Φαίδωνι 89C, κτλ. σμικρὸν οἴει διαφέρειν; ὁ αὐτ. Πολ. 467C· - [[μετὰ]] δοτ. προσ., διαφέρει μοι, ἔχω διαφέρον, «μὲ [[μέλει]]», Ἀντιφῶν 130. 46, Πλάτ. Πρωτ. 316Β, κτλ.· αὐτῷ [[ἰδίᾳ]] τι δ., ἔχει ἰδιαίτερόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 42· εἰ ὑμῖν μή τι δ. Πλάτ. Λάχ. 187D· τί δέ σοι δ. [[εἴτε]]… ,[[εἴτε]] μή; ὁ αὐτ. Πολ. 349Α. πρβλ. Γοργ. 497Β, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδὲ τὶ οἱ διέφερεν ἀποθανέειν Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Ἀντιφῶντα 130 ἐν τέλ., κτλ. 3) τὸ δ., ἡ [[διαφορά]], τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 723C· = τὸ ξυμφέρον, Ἀντιφ. Ἀνασωζ. 1· οὕτω, τὰ διαφέροντα Θουκ. 6. 92, Λυσ. 187. 13, Ἰσαῖ. 47, 35· ἐπιστάμενος τὰ διαφ. παραβαίνειν τολμᾷ Ἀνδοκ. 31. 33· - ἀλλὰ τὰ δ. [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], σημεῖα διαφορᾶς κατὰ τὸν χαρακτῆρα, κτλ. Θουκ. 1. 70, κτλ. 4) εἶμαι διάφορός τινος· [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας ὑπεροχῆς, [[ὑπερέχω]], ὑπερβαίων τινά, τινὸς Θουκ. 3. 39· τινί, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 2. 39, Ἄλεξ. Γαλ. 1. 6· ἔν τινι Ἰσοκρ. 34Ε· εἴς τι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· κατά τι Ξεν. Λακ. 1, 10· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 25. 42· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὸς προβιβάσαι (ὃ ἐ. τῷ προβιβάσαι) Πλάτ. Πρωτ. 328Α· [[ἐνίοτε]] ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἤ, ὡς συγκριτικόν, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ…, ἦτο πολὺ καλλίτερον, παρὰ…, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 33, πρβλ. Ἀπομν. 3. 11, 14, Πόρ. 4, 25 ([[ἔνθα]] σημαίνει [[διαφέρω]] ἐπὶ τὸ ἔλασσον)· [[ὡσαύτως]], δ. [[παρά]] τινι Πολύβ. 10. 27, 5· - ἀπολ., [[ἐξέχω]], [[ὑπερέχω]], ἐπί τινι Ἰσοκρ. 210C. 5) [[ὑπερισχύω]], ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Θουκ. 3. 83. 6) [[ἐρίζω]], [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], Τηλεκλείδ. Ἡσ. 7. 7) [[ἔρχομαι]] [[μεταξύ]], [[παρεμβαίνω]], ὁ διαφέρων [[χρόνος]] Ἀντιφῶν 140. 35. 8) [[ἀνήκω]] εἴς τινα, τινί, [[οἷον]] [[περιουσία]], Φίλων 1. 207. IV. ἐν τῷ μέσ., ἔχω διαφοράν, διένεξιν [[πρός]] τινα, Ἄμφις Σαπφ. 1· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 173, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Β· δ. τινὶ Ἀντιφῶν 134. 22, Πλάτ., κτλ.· τινὶ [[περί]] τινος Θουκ. 5. 31· [[πρός]] τινα Λυσ. 150, ἐν τέλ.· διά τι ὁ αὐτ. 117. 38· [[ὡσαύτως]], διαφέρεσθαι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 220· δ. ὡς…, ἐκ τοῦ ἐναντίου ἰσχυρίζομαι ὅτι…, Δημ. 1296. 24· οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, ὁ αὐτ. 112, ἐν τέλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ὅλως]] τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων.
|lstext='''διαφέρω''': μέλλ. [[διοίσω]] καὶ διοίσομαι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 255, κτλ.· ἀόρ. α΄ διήνεγκα, Ἰων. διήνεικα, ἀόρ. β΄ διήνεγκον. Διαβιβάζω [[ἀπέναντι]], δ. [[ναῦς]] τὸν Ἰσθμὸν Θουκ. 8. 8· [[φέρω]] ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἕτερον, διαφέρεις κηρύγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 382· [τὸ [[ἤλεκτρον]]] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἀριστ. Θαυμασ. 81· - μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θὰ θέσῃ τὴν γλῶσσάν του εἰς κίνησιν, θὰ ὁμιλήσῃ, Σοφ. Τρ. 323· πρβλ. διίημι. 2) ἐπὶ χρόνου, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, Λατ. peragere vitam, διέρχομοι τὸν βίον, Ἡρόδ. 3. 40, Εὐρ. Ἑλ. 10· τὴν νύκτα ὁ αὐτ. Ρήσ. 600 καὶ ἀπολ., [[ἄπαις]] διοίσει [[αὐτόθι]] 982· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζῶ, διατελῶ, ὑγιηροὶ [[τἆλλα]] διαφέρονται Ἱππ. Ἄρθρ. 823· σοῦ διοίσεται [[μόνος]], θὰ διέλθῃ τὸν βίον του χωρὶς σοῦ, Σοφ. Αἴ. 511· σκοπούμενος διοίσει Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Bast. ἀντὶ διέσῃ). 3) [[φέρω]] διὰ μέσου, [[φέρω]] [[μέχρι]] τέλους, σκῆπτρα Εὐρ. Ι. Α. 1195· γαστρὸς ὄγκον δ., ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· [[ἐντεῦθεν]], 4) [[φέρω]] [[μέχρι]] τέλους, [[ὑποφέρω]], [[βαστάζω]], [[ἀντέχω]], [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], πόλεμον Ἡρόδ. 1. 25, Θουκ. 1. 11· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[φέρω]] τὸ [[φορτίον]] ἢ βάρος τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 54· - [[ὑπομένω]], [[ὑποστηρίζω]], [[ὑποβαστάζω]], Λατ. perferre, μετ’ ἐπιρρ., ὡς τὸ Λατ. facillime ἢ graviter ferre, ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] τοὐμὸν Σοφ. Ο. Τ. 321· οὕτω, δ. πότμον δάκρυσι Εὐρ. Ἱππ. 1143. ΙΙ. [[φέρω]], [[μεταφέρω]] κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἀριστοφ. Λυσ. 570, κτλ.· [[πάλλω]] διαφοροτρόπως, [[ὅπλισμα]]… διαφέρων ἐσφενδόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 715· δ. τὰς κόρας, [[περιστρέφω]] τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1087, Ὀρ. 1262. - Παθ., φέρομαι, μεταφέρομαι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζομαι, ἀντίθ. τῷ συμφέρεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· διαρρίπτομαι, περιρριπτάζομαι, Λατ. jactari, Στράβ. 144. 2) δ. τινά, ἐξαπλώνω, διαδίδω τὴν φήμην του εἰς τὸν κόσμον, Πίνδ. ΙΙ. 11. 91· εἰς ἅπαντας τὴν μνήμην [[αὐτοῦ]] δ. Δημ. 1415. 12· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[φήμη]] διαφέρεται Πλούτ. 2. 163C. 3) [[σχίζω]] εἰς δύο, Λατ. differre, Αἰσχύλ. Χο. 68 (κατὰ τὸν Σχολ.), Εὐρ. Βακχ. 754, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 4, ἐν τῷ παθ.· - μεταφ., ἀποσχολῶ, περισπῶ, τὴν ψυχὴν φροντίσιν Πλούτ. 2. 133D· πρβλ. [[διαφορέω]]. 4) δ. τὴν ψῆφον, δίδω τὴν ψῆφόν μου [[διαφόρως]], δηλ. [[ἐναντίον]] ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 138, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], [[ἕκαστος]] δίδει τὴν ψῆφόν του, Εὐρ. Ὀρ. 46, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Συμπ. 5, 8. 5) ἐράνους διαφέρειν = διαλύεσθαι, ἀποτίνειν, πληρώνειν, Λυκοῦργ. 150. 38· πρβλ. [[ἔρανος]]. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω διαφοράν, εἶμαι [[ἀνόμοιος]], φυᾷ δ. Πίνδ. Ν. 7. 79· ἆρ’ οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; ἀρά γε οἱ γονεῖς κάμνουν τινὰ νὰ διαφέρῃ (ἡ καταγωγὴ δηλ.) ἢ ἡ [[ἀνατροφή]]; Εὐρ. Ἑκ. 599· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι [[διάφορος]] ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ὀρ. 251, Θουκ. 5. 86, κτλ.· μετ’ αἰτ., οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ἀριστοτ. Νεφ. 503· τὸ δ’… ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ’ ὅτε τοῦ κόπτειν διαφέρει Δημ. 562. 18· δ. τὰς μορφὰς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 3· δ. εἴς τι, ἔν τινι Ξεν. Ἱέρ. 1, 2 καὶ 7· κατά τι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 1· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 2. 13, 10, κτλ.· τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν… θεωρείσθω ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 8, 10· μετ’ ἀπαρ., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα [[εἶναι]] δ. Λουκ. Ἀλεξ. 15· [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ψῆφοι [[τρεῖς]] διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι, [[τρεῖς]] ψῆφοι ἔκαμαν τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὴν θανατικὴν ποινήν· δηλ. ὑπῆρχε μόνον τριῶν [[ψήφων]] [[πλειονοψηφία]] [[ἐναντίον]] αὐτῆς, Δημ. 676. 10. 2) ἀπροσ., διαφέρει, ὑπάρχει [[διαφορά]], πλεῖστον δ., Λατ. multum interest Ἱππ. Ἀφ. 1253· βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν, εἰ…, Εὐρ. Τρῳ. 1248, κτλ.· οὐδὲν διαφέρει, οὐ διαφέρει, δὲν ὑπάρχει [[διαφορά]], Λατ. nihil refert, Πλάτ. Πρωτ. 329D, Φαίδωνι 89C, κτλ. σμικρὸν οἴει διαφέρειν; ὁ αὐτ. Πολ. 467C· - [[μετὰ]] δοτ. προσ., διαφέρει μοι, ἔχω διαφέρον, «μὲ [[μέλει]]», Ἀντιφῶν 130. 46, Πλάτ. Πρωτ. 316Β, κτλ.· αὐτῷ [[ἰδίᾳ]] τι δ., ἔχει ἰδιαίτερόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 42· εἰ ὑμῖν μή τι δ. Πλάτ. Λάχ. 187D· τί δέ σοι δ. [[εἴτε]]… ,[[εἴτε]] μή; ὁ αὐτ. Πολ. 349Α. πρβλ. Γοργ. 497Β, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδὲ τὶ οἱ διέφερεν ἀποθανέειν Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Ἀντιφῶντα 130 ἐν τέλ., κτλ. 3) τὸ δ., ἡ [[διαφορά]], τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 723C· = τὸ ξυμφέρον, Ἀντιφ. Ἀνασωζ. 1· οὕτω, τὰ διαφέροντα Θουκ. 6. 92, Λυσ. 187. 13, Ἰσαῖ. 47, 35· ἐπιστάμενος τὰ διαφ. παραβαίνειν τολμᾷ Ἀνδοκ. 31. 33· - ἀλλὰ τὰ δ. [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], σημεῖα διαφορᾶς κατὰ τὸν χαρακτῆρα, κτλ. Θουκ. 1. 70, κτλ. 4) εἶμαι διάφορός τινος· [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας ὑπεροχῆς, [[ὑπερέχω]], ὑπερβαίων τινά, τινὸς Θουκ. 3. 39· τινί, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 2. 39, Ἄλεξ. Γαλ. 1. 6· ἔν τινι Ἰσοκρ. 34Ε· εἴς τι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· κατά τι Ξεν. Λακ. 1, 10· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 25. 42· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὸς προβιβάσαι (ὃ ἐ. τῷ προβιβάσαι) Πλάτ. Πρωτ. 328Α· [[ἐνίοτε]] ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἤ, ὡς συγκριτικόν, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ…, ἦτο πολὺ καλλίτερον, παρὰ…, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 33, πρβλ. Ἀπομν. 3. 11, 14, Πόρ. 4, 25 ([[ἔνθα]] σημαίνει [[διαφέρω]] ἐπὶ τὸ ἔλασσον)· [[ὡσαύτως]], δ. [[παρά]] τινι Πολύβ. 10. 27, 5· - ἀπολ., [[ἐξέχω]], [[ὑπερέχω]], ἐπί τινι Ἰσοκρ. 210C. 5) [[ὑπερισχύω]], ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Θουκ. 3. 83. 6) [[ἐρίζω]], [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], Τηλεκλείδ. Ἡσ. 7. 7) [[ἔρχομαι]] [[μεταξύ]], [[παρεμβαίνω]], ὁ διαφέρων [[χρόνος]] Ἀντιφῶν 140. 35. 8) [[ἀνήκω]] εἴς τινα, τινί, [[οἷον]] [[περιουσία]], Φίλων 1. 207. IV. ἐν τῷ μέσ., ἔχω διαφοράν, διένεξιν [[πρός]] τινα, Ἄμφις Σαπφ. 1· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 173, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Β· δ. τινὶ Ἀντιφῶν 134. 22, Πλάτ., κτλ.· τινὶ [[περί]] τινος Θουκ. 5. 31· [[πρός]] τινα Λυσ. 150, ἐν τέλ.· διά τι ὁ αὐτ. 117. 38· [[ὡσαύτως]], διαφέρεσθαι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 220· δ. ὡς…, ἐκ τοῦ ἐναντίου ἰσχυρίζομαι ὅτι…, Δημ. 1296. 24· οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, ὁ αὐτ. 112, ἐν τέλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ὅλως]] τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[διοίσω]], <i>ao.</i> διήνεγκα, <i>etc. ; Pass. ao.</i> διηνέχθην, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> ([[διά]] marquant séparation);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter d’un côté et de l’autre, ballotter ; <i>Pass. fig.</i> être ballotté (par l’espérance);<br /><b>2</b> porter de côté et d’autre en divers endroits : δ. ἕκαστα [[εἰς]] [[τὰς]] χώρας [[τὰς]] προσηκούσας XÉN disposer chaque chose à la place convenable ; ἡ [[φήμη]] διηνέχθη PLUT le bruit se répandit ; <i>Pass.</i> être porté <i>ou</i> se porter de côté et d’autre : [[ἐν]] χώρᾳ PLUT dans un pays ; φύγῃ διαφέρεσθαι PLUT se disperser en fuyant ; <i>en mauv. part</i> bouleverser : <i>fig.</i> δ. ψυχὰς φροντίσι PLUT troubler les âmes par des soucis ; <i>abs.</i> ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον ESCHL la prensée du crime bouleverse le coupable;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être différent : τινός de qqn <i>ou</i> de qch ; τινι δ. différer en qch ; τινί τινος de qqn en qch ; κατ’ οὐδὲν [[ἀλλήλων]] διαφέροντες LUC ne différant en rien les uns des autres ; τοσοῦτον δ. [[ὅσον]] XÉN différer autant… que ; se distinguer de, l’emporter sur : τινός [[τι]] sur qqn en qch ; διαφέρειν τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[κατά]] [[τι]] se distinguer par qch, l’emporter par qch ; <i>abs.</i> ἱμάτια διαφέροντα PLAT vêtements distingués ; <i>p. anal. (au sens d’un Cp. et suivi de</i> ἤ) : πολὺ διέφερεν [[ἀλέξασθαι]] ἢ μάχεσθαι XÉN il valait bien mieux repousser l’ennemi (en se maintenant dans une position fixe) que de combattre (en poursuivant la marche);<br /><b>III.</b> • <i>impers.</i> διαφέρει il importe : οὐδὲν διαφέρει il n’importe en rien ; [[ἰδίᾳ]] [[τι]] [[αὐτῷ]] διέφερε THC il avait à cela qqe intérêt personnel ; [[οὐδέ]] [[τί]] [[οἱ]] διέφερε πληγέντι ἀποθανέειν HDT il ne lui importait en rien, <i>càd</i> il lui était indifférent de mourir frappé (par cet homme) ; τὰ διαφέροντα <i>ou</i> τὰ διαφέροντα πράγματα ce qui importe, les affaires qui importent;<br /><b>B.</b> ([[διά]], à travers, jusqu’au bout);<br /><b>I.</b> porter au-delà, transporter : δ. [[ναῦς]] τὸν ἰσθμόν THC transporter ses vaisseaux de l’autre côté de l’isthme;<br /><b>II.</b> porter jusqu’au bout, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> apporter : ψῆφον THC son suffrage;<br /><b>2</b> porter d’une manière continue : σκῆπτρα EUR porter le sceptre;<br /><b>3</b> <i>en parl. du temps</i> porter jusqu’au bout : δ. τὸν αἰῶνα HDT passer le temps ; faire traîner en longueur : πόλεμον HDT une guerre, <i>ou qqf</i> la soutenir jusqu’à la fin;<br /><b>4</b> supporter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαφέρομαι (<i>f.</i> [[διοίσομαι]], <i>ao.</i> διηνέχθην);<br /><b>1</b> différer d’avis, être en désaccord : ἀλλήλοις les uns avec les autres ; δ. [[περί]] τινος, [[ἀμφί]] τινος disputer sur qch ; <i>abs.</i> τὰ διαφέροντα THC les intérêts en jeu ; combattre : περὶ τῆς βασιληΐης HDT pour la royauté, se disputer la royauté;<br /><b>2</b> passer son temps : [[σοῦ]] διοίσεται [[μόνος]] SOPH il passera sa vie séparé de toi, <i>sel. d’autres</i> διαφέρομαι <i>au sens Pass.</i> il sera tourmenté, malheureux, <i>litt.</i> ballotté.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φέρω]].
}}
}}