Anonymous

πολυφραδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) [[λίαν]] εὔγλωτος ἢ [[σοφός]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται [[λόγος]], [[περίφημος]], [[ἔργον]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ [[λίαν]] συνετοῦ».
|lstext='''πολυφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) [[λίαν]] εὔγλωτος ἢ [[σοφός]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται [[λόγος]], [[περίφημος]], [[ἔργον]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ [[λίαν]] συνετοῦ».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très sage, très avisé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φράζω]].
}}
}}