πολυφραδής

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφρᾰδής Medium diacritics: πολυφραδής Low diacritics: πολυφραδής Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: polyphradḗs Transliteration B: polyphradēs Transliteration C: polyfradis Beta Code: polufradh/s

English (LSJ)

πολυφραδές, (φράζω)
A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.).
II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφραδής -ές [πολύς, φράζω] ep. dat. plur. -δέεσσι, zeer slim.

Russian (Dvoretsky)

πολυφρᾰδής: (dat. pl. πολυφραδέεσσι) весьма рассудительный (ἐννεσίαι Her.).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.

Greek Monotonic

πολυφρᾰδής: -ές (φράζω), πολύ εύγλωττος ή σοφός, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».

Middle Liddell

πολυ-φρᾰδής, ές φράζω
very eloquent or wise, Hes.