3,273,404
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ [[μετὰ]] σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ. | |lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ [[μετὰ]] σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rivaliser avec : [[τί]] τινι avec qqn pour qch;<br /><b>2</b> rivaliser pour ; tendre à, faire effort, [[πρός]] [[τι]] en vue de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d’un pays ; <i>Pass.</i> être détruit : πυρί par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁμιλλάομαι]]. | |||
}} | }} |