Anonymous

μετακλαίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
|lstext='''μετακλαίω''': μελλ. -[[κλαύσομαι]]· - [[κλαίω]] κατόπιν, ἢ [[ὅταν]] [[εἶναι]] πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., [[ὡσαύτως]], θρηνῶ κατόπιν ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. [[μεταστένω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=pleurer ensuite, <i>càd</i> déplorer la perte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετακλαίομαι pleurer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κλαίω]].
}}
}}