Anonymous

ἀτενίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτενίζω''': μέλλ. -ίσω, [[βλέπω]] ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν [[πρός]] τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Ἀθήν. 313F.
|lstext='''ἀτενίζω''': μέλλ. -ίσω, [[βλέπω]] ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν [[πρός]] τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Ἀθήν. 313F.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i><br />être tendu fortement ; avoir les yeux tendus <i>ou</i> fixés sur, dat. <i>ou</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀτενής]].
}}
}}