Anonymous

μεταμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμανθάνω''': μέλλ. -μᾰθήσομαι, [[μανθάνω]] τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]], ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον [[μέλος]], νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) [[ἀπομανθάνω]], «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., [[μανθάνω]] τι [[κάλλιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».
|lstext='''μεταμανθάνω''': μέλλ. -μᾰθήσομαι, [[μανθάνω]] τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν [[ἔθνος]], ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον [[μέλος]], νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) [[ἀπομανθάνω]], «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., [[μανθάνω]] τι [[κάλλιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταμαθήσομαι, <i>ao.2</i> μετέμαθον;<br />désapprendre pour apprendre autre chose, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μανθάνω]].
}}
}}