μεταμανθάνω

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμανθάνω Medium diacritics: μεταμανθάνω Low diacritics: μεταμανθάνω Capitals: ΜΕΤΑΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: metamanthánō Transliteration B: metamanthanō Transliteration C: metamanthano Beta Code: metamanqa/nw

English (LSJ)

A fut. -μᾰθήσομαι Paus.4.34.8, Luc.Herm.84:—learn differently, μ. γλῶσσαν unlearn one language and learn another instead, Hdt.1.57, cf. Paus. l. c.; μ. ὕμνον learn a new strain, A.Ag. 709 (lyr.).
2 unlearn, τὴν ἐλευθερίαν Aeschin.3.157; τοῦ μεταμανθάνοντος (sc. ψευδῆ δόξαν) Pl.R. 413a.
3 abs., learn better, Ar. Pl.924; εἰ γέρων ἄνθρωπος μεταμαθήσει Luc. l. c.; opp. μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς, Arist.Pol.1289a4.

German (Pape)

[Seite 149] (s. μανθάνω), umlernen, Etwas verlernen (und sich etwas Anderes anlernen); ὕμνον, Aesch. Ag. 692; Ar. Plut. 924; τὴν γλῶσσαν, verlernen, Her. 1, 57; eines Bessern belehrt werden, Plat. Rep. III, 413 a u. Sp., wie Luc. Hermot. 84.

French (Bailly abrégé)

f. μεταμαθήσομαι, ao.2 μετέμαθον;
désapprendre pour apprendre autre chose, acc..
Étymologie: μετά, μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

μεταμανθάνω:
1 переучиваться: τὸ Ἀττικὸν ἔθνος τὴν γλῶσσαν μετέμαθε Her. аттическое племя усвоило новый язык; μεταμανθάνουσα ὕμνον Πριάμου πόλις Aesch. град Приама, запевший иной гимн; οὐκ ἔστιν ἔλαττον ἔργον τὸ μ. τοῦ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς Arst. переучиваться не легче, чем учиться сначала;
2 отучиваться, забывать (sc. ψευδῆ δόξαν Plat.; τὴν ἐλευθερίαν Aeschin.);
3 учиться (чему-л.) лучшему, исправляться (οὐδ᾽ ἂν μεταμάθοις; Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω τι νέον καταλείπων τὸ πρῶτον ὃ ἐγίνωσκον, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος, ἑὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε, ἀφῆκε τὴν πρώτην γλῶσσάν του καὶ ἔμαθε νέαν, Ἡρόδ. 1. 57· μεταμανθάνουσα ὕμνον, μανθάνουσα νέον μέλος, νέαν ᾠδήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 709. 2) ἀπομανθάνω, «ξεμαθαίνω», Λατ. dediscere, τὴν ἐλευθερίαν Αἰσχίν. 76. 4· οὕτω, τοῦ μεταμανθάνοντος (ἐξυπ. ψευδῆ δόξαν) Πλάτ. Πολ. 413Λ. 3) ἀπολ., μανθάνω τι κάλλιον, Ἀριστοφ. Πλ. 924· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μ. ἐξ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταμαθεῖν· μεταγνῶναι».

Greek Monolingual

μεταμανθάνω (Α)
1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.)
2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.)
3. αποβάλλω τη συνήθεια, ξεμαθαίνω («πρεσβύτας ἀνθρώπους... ὀψέ μεταμανθάνοντα τὴν ἐλευθερίαν», Αισχίν.)
4. μαθαίνω κάτι καλύτερα, εμπεδώνω («τὸ μεταμανθάνειν ἢ μανθάνειν ἐξ ἀρχῆς», Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μανθάνω.

Greek Monotonic

μεταμανθάνω: μέλ. -μαθήσομαι,
1. μαθαίνω κάτι διαφορετικό, μεταμανθάνω γλῶσσαν, αφήνω μια γλώσσα και αντ' αυτής μαθαίνω μία άλλη, σε Ηρόδ.· μεταμανθάνω ὕμνον, μαθαίνω μια νέα μελωδία, σε Αισχύλ.
2. μαθαίνω να ξεχνώ, ξεμαθαίνω, Λατ. dediscere, σε Αισχίν.
3. αμτβ., μαθαίνω καλύτερα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι
1. to learn differently, μετ. γλῶσσαν to unlearn one language and learn another instead, Hdt.; μ. ὕμνον to learn a new strain, Aesch.
2. to learn to forget, unlearn, Lat. dediscere, Aeschin.
3. absol. to learn better, Ar.