Anonymous

εὔμοιρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμοιρος''': -ον, [[εὔκληρος]], [[ὄλβιος]], καλόμοιρος, [[εὐτυχής]], [[εὐδαίμων]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμοιρος]], Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε [[γημόρος]]. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.
|lstext='''εὔμοιρος''': -ον, [[εὔκληρος]], [[ὄλβιος]], καλόμοιρος, [[εὐτυχής]], [[εὐδαίμων]], ἀντίθετον τῷ [[ἄμοιρος]], Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε [[γημόρος]]. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien partagé, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μοῖρα]].
}}
}}