3,256,628
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύσκηνος''': ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, [[ὁμοτράπεζος]], [[σύντροφος]], Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165. | |lstext='''σύσκηνος''': ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, [[ὁμοτράπεζος]], [[σύντροφος]], Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />compagnon de tente, camarade ; <i>particul.</i> qui mange ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκηνή]]. | |||
}} | }} |