3,277,819
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰγειρικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, [[τράπεζα]], Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῑσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]] Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. [[ἐμπειρία]] ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, [[μετὰ]] μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017. | |lstext='''μᾰγειρικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, [[τράπεζα]], Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῑσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]] Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. [[ἐμπειρία]] ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, [[μετὰ]] μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de cuisine <i>ou</i> de cuisinier.<br />'''Étymologie:''' [[μάγειρος]]. | |||
}} | }} |