3,276,932
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ. | |lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]]. | |||
}} | }} |