Anonymous

στῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.
|lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
}}