Anonymous

ἀπογίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπογίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μετεγεν. Ἀττ. -[[γίνομαι]]: μέλλ. -γενήσομαι: εἶμαι μακρὰν ἀπὸ…, δὲν ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι, τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 69· τῶν ἁμαρτημάτων Θουκ. 1. 39. ΙΙ. ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσγίγνομαι]], Πλάτ. Τίμ. 82Β, Νόμ. 850Α· ἀπεγίγνετο οὐδὲν…, προσεγίγνετο δὲ Θουκ. 2. 98: [[καθόλου]], εἶμαι [[μακράν]], [[ἀπουσιάζω]], Ἀντιφῶν 118. 21, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Δημ. 98. 24· ἀπό τινος Αἰσχίν. 44. 42· ἐπὶ νόσων, ἀντιτίθεται τῷ [[προσπίπτω]], Ἱππ. 302. 33. 2) ἰδίως ἐπὶ θανάτου, τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκηΐων [[ἄνθρωπος]], ἀποθάνῃ, Ἡρόδ. 2. 85· καὶ μόνον, ἀπογενέσθαι = ἀποθανεῖν, [[αὐτόθι]] 136, Θουκ. 5. 74· οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀποθανόντες, Θουκ. 2. 34· τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενον τῶν βασιλέων, τὸν ἀεὶ τελευταῖον ἀποθανόντα τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 6. 58· ὁ ἀπογινόμενος, ὁ ἀποθνήσκων, ὁ αὐτ. 5. 4, Θουκ. 2. 51, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111. 3) [[ἀπέρχομαι]], ἀπόλλυμαι, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ «οὐδεὶς τῶν στρατιωτῶν ἀπώλλυτο ἢ ἀνεχώρει ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, εἰ μή τις ἀπέθνησκε νόσῳ» (Δούκας) Θουκ. 2, 98· ἀντίθετον τῷ [[ἐκβλαστάνω]], Παυσ. 5. 12, 1. ΙΙΙ. [[φθάνω]] εἰς…, ἀπ. [[δωδεκαταῖος]] Ἱππ. 1122Ε. IV. καταντῶ, [[γίνομαι]], [[ἀποβαίνω]], Λατ. evado, σκληρὸς ἀπ. [[αὐτόθι]] G· νωθροὶ ἀπ. ὁ αὐτ. Προρρ. 77. V. ἀπ. τὸ ἕκτον [[μέρος]] εἰς τρίχας καὶ [[αἷμα]], μεταβαίνει εἰς…, ἢ καταναλίσκεται πρὸς σχηματισμὸν…, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 6, 5.
|lstext='''ἀπογίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μετεγεν. Ἀττ. -[[γίνομαι]]: μέλλ. -γενήσομαι: εἶμαι μακρὰν ἀπὸ…, δὲν ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι, τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 69· τῶν ἁμαρτημάτων Θουκ. 1. 39. ΙΙ. ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[προσγίγνομαι]], Πλάτ. Τίμ. 82Β, Νόμ. 850Α· ἀπεγίγνετο οὐδὲν…, προσεγίγνετο δὲ Θουκ. 2. 98: [[καθόλου]], εἶμαι [[μακράν]], [[ἀπουσιάζω]], Ἀντιφῶν 118. 21, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Δημ. 98. 24· ἀπό τινος Αἰσχίν. 44. 42· ἐπὶ νόσων, ἀντιτίθεται τῷ [[προσπίπτω]], Ἱππ. 302. 33. 2) ἰδίως ἐπὶ θανάτου, τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκηΐων [[ἄνθρωπος]], ἀποθάνῃ, Ἡρόδ. 2. 85· καὶ μόνον, ἀπογενέσθαι = ἀποθανεῖν, [[αὐτόθι]] 136, Θουκ. 5. 74· οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀποθανόντες, Θουκ. 2. 34· τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενον τῶν βασιλέων, τὸν ἀεὶ τελευταῖον ἀποθανόντα τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 6. 58· ὁ ἀπογινόμενος, ὁ ἀποθνήσκων, ὁ αὐτ. 5. 4, Θουκ. 2. 51, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111. 3) [[ἀπέρχομαι]], ἀπόλλυμαι, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ «οὐδεὶς τῶν στρατιωτῶν ἀπώλλυτο ἢ ἀνεχώρει ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, εἰ μή τις ἀπέθνησκε νόσῳ» (Δούκας) Θουκ. 2, 98· ἀντίθετον τῷ [[ἐκβλαστάνω]], Παυσ. 5. 12, 1. ΙΙΙ. [[φθάνω]] εἰς…, ἀπ. [[δωδεκαταῖος]] Ἱππ. 1122Ε. IV. καταντῶ, [[γίνομαι]], [[ἀποβαίνω]], Λατ. evado, σκληρὸς ἀπ. [[αὐτόθι]] G· νωθροὶ ἀπ. ὁ αὐτ. Προρρ. 77. V. ἀπ. τὸ ἕκτον [[μέρος]] εἰς τρίχας καὶ [[αἷμα]], μεταβαίνει εἰς…, ἢ καταναλίσκεται πρὸς σχηματισμὸν…, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπογενήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπεγενόμην]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> être absent;<br /><b>II.</b> se tenir à l’écart de, ne pas prendre part à, gén.;<br /><b>III.</b> s’en aller :<br /><b>1</b> mourir ; [[οἱ]] ἀπογενόμενοι THC les morts;<br /><b>2</b> se perdre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γίγνομαι]].
}}
}}