Anonymous

πολύχωστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχωστος''': -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.
|lstext='''πολύχωστος''': -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />formé d’un grand amas de terre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώννυμι]].
}}
}}