3,274,919
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῐσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[κλίνω]])· ― [[τόπος]] πρὸς κατάκλισιν, [[ἔνθα]] κατακλίνεταί τις, Ι. [[καλύβη]] ἢ πᾶν πρόσκαιρον [[οἰκοδόμημα]], [[παράπηγμα]], ἐν χρήσει ὡς [[πρόσκαιρος]] [[κατοικία]]· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι [[εἶναι]] δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ [[ὅπου]] ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ [[συνήθης]] σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ [[στρατόπεδον]], [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. [[εὔτυκτος]] Κ. 566· [[εὔπηκτος]] Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας [[ὅπως]] τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ [[λέξις]] σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ [[λέξις]] [[κλισία]] κατέστη [[σπανία]] καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. [[κλιντήρ]], [[κλισμός]]. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, [[κάθισμα]] [[μετὰ]] προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[θέσις]] ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. [[ἄδοξος]] Ἀθήν. 544C. 3) [[κλίνη]] νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. [[ὅμιλος]] ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· [[αἴθουσα]] συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26. | |lstext='''κλῐσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[κλίνω]])· ― [[τόπος]] πρὸς κατάκλισιν, [[ἔνθα]] κατακλίνεταί τις, Ι. [[καλύβη]] ἢ πᾶν πρόσκαιρον [[οἰκοδόμημα]], [[παράπηγμα]], ἐν χρήσει ὡς [[πρόσκαιρος]] [[κατοικία]]· ― παρ’ Ὁμ. αὗται αἱ κλισίαι [[εἶναι]] δύο εἰδῶν, 1) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ εἰρήνης, αἱ καλύβαι, ἐν αἷς οἱ βοσκοὶ διήρχοντο τὴν νύκτα, εἰς ἃς κατέφευγον ἐν ἀνάγκῃ, καὶ [[ὅπου]] ἐφύλαττον τὰς ζωοτροφίας των· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ [[συνήθης]] [[σημασία]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ. 589. 2) πρὸς χρῆσιν ἐν καιρῷ πολέμου, ἐν αἷς οἱ πολιορκηταὶ κατῴκουν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας· ἡ [[συνήθης]] σημασ. ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν τῷ πληθ. αἱ καλύβαι τοῦ στρατοῦ, τὸ [[στρατόπεδον]], [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· ὅτι δὲ δὲν ἦσαν σκηναί, ἀλλὰ ξύλιναι καλύβαι, φαίνεται ἐκ τοῦ ἐν Ἰλ. Ω. 448 κἑξ.· κλ. [[εὔτυκτος]] Κ. 566· [[εὔπηκτος]] Ι. 663· διό, ὅτε στράτευμά τι ἠγείρετο πρὸς ἀναχώρησιν δὲν διέλυε τὰς κλισίας [[ὅπως]] τὰς παραλάβῃ, ἀλλὰ τὰς κατέκαιεν ἐπὶ τόπου, Ὀδ. Θ. 501. ― Μεθ’ Ὅμ. ἡ [[λέξις]] σκηνὴ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ [[λέξις]] [[κλισία]] κατέστη [[σπανία]] καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Σοφ. Αἴ. 191, 1407, Εὐρ. Ι. Α. 189· Βάκχου κλισίαι, ἐπὶ οἰνοπωλείων, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 810. 7· εὐσεβέων κλισίη, ἐπὶ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. 237. 4. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐφ’ οὗ τις κατακλίνεται ἢ κάθηται, ἀνάκλιντρον ἢ «πολυθρόνα», Ὀδ. Δ. 123· κεκοσμημένη μὲ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα, Τ. 55· πρβλ. [[κλιντήρ]], [[κλισμός]]. 2) ἀνάκλιντρον, ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν, [[κάθισμα]] [[μετὰ]] προσκεφαλαίων, Πινδ. Π. 4. 237· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[θέσις]] ἐπὶ τοιούτου ἀνακλίντρου, κλ. ἄτιμος Πλουτ. Ἀντών. 59., 2. 148F· κλ. [[ἄδοξος]] Ἀθήν. 544C. 3) [[κλίνη]] νυμφική, Εὐρ. Ἄλκ. 994, Ι. Τ. 857. ΙΙΙ. [[ὅμιλος]] ἀνθρώπων δειπνούντων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 14· [[αἴθουσα]] συνεντεύξεως, Λουκ. Ἔρωτ. 12. ΙV. τὸ κατακεῖσθαι, Πλουτ. Σερτώρ. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> abri pour se coucher, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> hutte, cabane en bois;<br /><b>2</b> tente de soldat, baraquement ; <i>particul.</i> baraques <i>ou</i> campements de marins;<br /><b>II.</b> lit, <i>particul.</i><br /><b>1</b> couche nuptiale;<br /><b>2</b> place sur un lit de table;<br /><b>3</b> chaise longue;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> manière de se coucher.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |