3,277,700
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτάρακτος''': -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ [[ὅμοιος]], περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, [[εὐσταθής]], περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ [[στράτευμα]] ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): [[καθόλου]], [[ἄνευ]] ταραχῆς, [[ἥσυχος]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: [[ἀπαθής]] Μ. Ἀντων. 4. 24. | |lstext='''ἀτάρακτος''': -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ [[ὅμοιος]], περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, [[εὐσταθής]], περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ [[στράτευμα]] ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): [[καθόλου]], [[ἄνευ]] ταραχῆς, [[ἥσυχος]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: [[ἀπαθής]] Μ. Ἀντων. 4. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non troublé ; sans désordre, sans confusion (troupe de soldats).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ταράσσω]]. | |||
}} | }} |