Anonymous

εἰσπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: - εἰσπράττω, «συνάζω» ὀφειλὰς ἢ φόρους, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 18, Πλάτ. Νόμ. 949D, Δημ. 518, κτλ.· τινά, ἔκ τινος (προσώπου), ὅτι τοσοῦτον [[πλῆθος]] χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν Ἰσοκρ. 111Ε, Δημ. 704. 7., 1227. 9. κτλ.· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον, δὲν τὰ ἐζήτησε παρὰ τοῦ δημοσίου, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 15: - Μέσ., εἰσπράττω δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]], ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο, κακὴν δίκην, Εὐρ. Ι. Τ. 559· ἀλλὰ τὸ μέσ. ([[μετὰ]] παθ. πρκμ.) [[συχνάκις]] ἐναλλάσσεται [[μετὰ]] τοῦ ἐνεργ., Δημ. 564, ἐν τέλει· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., πικρῶς εἰσπράττειν με, [[ὥσπερ]] καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται ὁ αὐτ. 939. 8: - Παθ. ἐπὶ χρημάτων, εἰσπράττομαι, τῷ θεῷ δὲ τὰ χρήματα εἰσπραττόμενα ὁ αὐτ. 347. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, καὶ εἰσεπράσσετο [[δημοσίᾳ]] Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 12. 12 («ἐξ ἑτέρων διορθώσεως, ἀντὶ τοῦ ἐπιπράσκετο» Κοραῆς), Δημ. 900. 12.
|lstext='''εἰσπράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: - εἰσπράττω, «συνάζω» ὀφειλὰς ἢ φόρους, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 18, Πλάτ. Νόμ. 949D, Δημ. 518, κτλ.· τινά, ἔκ τινος (προσώπου), ὅτι τοσοῦτον [[πλῆθος]] χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν Ἰσοκρ. 111Ε, Δημ. 704. 7., 1227. 9. κτλ.· ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον, δὲν τὰ ἐζήτησε παρὰ τοῦ δημοσίου, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 15: - Μέσ., εἰσπράττω δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]], ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο, κακὴν δίκην, Εὐρ. Ι. Τ. 559· ἀλλὰ τὸ μέσ. ([[μετὰ]] παθ. πρκμ.) [[συχνάκις]] ἐναλλάσσεται [[μετὰ]] τοῦ ἐνεργ., Δημ. 564, ἐν τέλει· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., πικρῶς εἰσπράττειν με, [[ὥσπερ]] καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται ὁ αὐτ. 939. 8: - Παθ. ἐπὶ χρημάτων, εἰσπράττομαι, τῷ θεῷ δὲ τὰ χρήματα εἰσπραττόμενα ὁ αὐτ. 347. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, καὶ εἰσεπράσσετο [[δημοσίᾳ]] Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 12. 12 («ἐξ ἑτέρων διορθώσεως, ἀντὶ τοῦ ἐπιπράσκετο» Κοραῆς), Δημ. 900. 12.
}}
{{bailly
|btext=forcer à payer, exiger : [[τι]] une somme d’argent ; τὸν δῆμον DÉM pressurer le peuple ; τινά [[τι]] exiger de qqn une somme d’argent, une redevance;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσπράσσομαι se faire payer, exiger en paiement pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πράσσω]].
}}
}}