3,277,242
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐήθης''': -ες, ([[ἦθος]]) ἔχων καλὸν [[ἦθος]], ἀγαθὸς τὴν καρδίαν, [[ἀγαθός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἄδολος]], Πλάτ. Πολ. 348Β· ἀντίθετον τῷ [[πανοῦργος]], Λυσ. 100. 17· τὸ εὔηθες = [[εὐήθεια]], Θουκ. 3. 83· τὸ εὐηθέστατον Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 15· ἐπὶ πόρνης, ἡ παραλελυμένα ἔχουσα τὰ ἤθη, Ἀρχίλ. 17. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλοϊκός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], «κουτὸς» (πρβλ. τὸ ἀρχ. Ἀγγλ. seely πρὸς τὸ Ἀγγλο - Σαξον. sœlis, Γερμ. selis, [[μακάριος]]), [[πρῆγμα]] εὐηθέστατον Ἡρόδ. 1. 60· [[μῦθος]], [[λόγος]], [[αἰτία]], ὁ αὐτ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 818Β, κ. ἀλλ.· [[κακοήθης]] δ’ ὤν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης Δημ. 228. 26· τὸ τῶν προβάτων [[ἦθος]] εὔηθες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2· ὡς οὐσιαστ., [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, πρβλ. Buhnk. Τίμ. σ. 132· εὔηθές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10, 6, 5, κ. ἀλλ.· [[λίαν]], κομιδῇ εὔηθες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 32. 4, Ἀποσπ. 202. 3) μεταφ. ἐπὶ πληγῶν ἢ νόσων, [[ἐλαφρός]], εὐκολοθεράπευτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κακοήθης]] ([[δύσκολος]], [[δυσθεράπευτος]],), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Προγν. 43. ΙΙ. Ἐπιρρ. -θως, Πλάτ. Φαίδων 100D: - Συγκρ., -έστερα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276Ε· Ὑπερθ., -έστατα, Εὐρ. Ἀνδρ. 625. | |lstext='''εὐήθης''': -ες, ([[ἦθος]]) ἔχων καλὸν [[ἦθος]], ἀγαθὸς τὴν καρδίαν, [[ἀγαθός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἄδολος]], Πλάτ. Πολ. 348Β· ἀντίθετον τῷ [[πανοῦργος]], Λυσ. 100. 17· τὸ εὔηθες = [[εὐήθεια]], Θουκ. 3. 83· τὸ εὐηθέστατον Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 15· ἐπὶ πόρνης, ἡ παραλελυμένα ἔχουσα τὰ ἤθη, Ἀρχίλ. 17. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἁπλοϊκός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], «κουτὸς» (πρβλ. τὸ ἀρχ. Ἀγγλ. seely πρὸς τὸ Ἀγγλο - Σαξον. sœlis, Γερμ. selis, [[μακάριος]]), [[πρῆγμα]] εὐηθέστατον Ἡρόδ. 1. 60· [[μῦθος]], [[λόγος]], [[αἰτία]], ὁ αὐτ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 818Β, κ. ἀλλ.· [[κακοήθης]] δ’ ὤν τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης Δημ. 228. 26· τὸ τῶν προβάτων [[ἦθος]] εὔηθες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2· ὡς οὐσιαστ., [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, πρβλ. Buhnk. Τίμ. σ. 132· εὔηθές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] [[ἀνοησία]], [[μωρία]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10, 6, 5, κ. ἀλλ.· [[λίαν]], κομιδῇ εὔηθες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 32. 4, Ἀποσπ. 202. 3) μεταφ. ἐπὶ πληγῶν ἢ νόσων, [[ἐλαφρός]], εὐκολοθεράπευτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κακοήθης]] ([[δύσκολος]], [[δυσθεράπευτος]],), Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Προγν. 43. ΙΙ. Ἐπιρρ. -θως, Πλάτ. Φαίδων 100D: - Συγκρ., -έστερα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276Ε· Ὑπερθ., -έστατα, Εὐρ. Ἀνδρ. 625. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />d’un caractère simple, honnête, bon :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> τὸ εὔηθες THC la simplicité, la bonté;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> naïf, simple, sot.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦθος]]. | |||
}} | }} |