Anonymous

ταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταράσσω''': Ἀττ. -ττω, παρ’ Ἀττ. καὶ κατὰ συγκοπὴν [[θράσσω]] (ὃ ἴδε)· μέλλ. ταράξω Ἀττ.· ἀόρ. ἐτάραξα Ὅμηρ., Ἀττ.· πρκμ. τετάρᾰχα, γνωστὸς μόνον ἐκ τοῦ ὑπερσ. συνετεταράχει Δίων Κ. 42. 34· Ἐπικ. πρκμ. ἐπὶ οὐδετέρας σημασ. [[τέτρηχα]] (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). ― Παθητ., μέλλ. ταραχθήσομαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 244, καὶ μεταγεν.· μέσ. ταράξομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Θουκ. 7. 36, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· ἀόρ. ἐταράχθην Ἀττ.· πρκμ. τετάραγμαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΡΑΧ, πρβλ. τετάραχα, [[ταραχή]], καὶ τέτρηχα, τρηχύς). Ὡς καὶ νῦν, [[διαταράσσω]], κοινῶς «ταράζω», ἀνακατώνω, ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [[[Ποσειδῶν]]] Ὀδ. Ε. 291· κύμασιν ταράσσεται [[πόντος]] Ἀρχίλ. 49, πρβλ. Σόλωνα 26· τ. [[πέλαγος]] ἁλὸς Εὐρ. Τρῳ. 88, πρβλ. 687 [[ὁμοῦ]] ταρ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ἀριστοφ. Ἱππ. 431· τ. καὶ κυκᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 688, Ἱππ. 251· οὕτω καί, οὐ χθόνα ταράσσοντες, μὴ ταράττοντες τὴν γῆν (διὰ τῆς ἀρόσεως), Πινδ. Ο. 2. 114· βροντήμασι κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω Αἰσχύλ. Πρ. 994· λαγὸν ταράξας [[πῖθι]] τὸν θαλάσσιον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, πρβλ. [[τάρακτρον]]· ― μεταφορ., τ. φωνάν, κινῶ τὴν γλῶσσαν, Πινδ. Π. 11. 66· πάντα τ., ἐπὶ ῥήτορος, Λατιν. commiscere, Δημ. 370. 12· δεινὰ τ., ποεῖν αὐτὰ δεινότερα, Σοφ. Ο. Τ. 483. 2) [[ταράσσω]] τὸν νοῦν, συνταράττω, διαταράττω, εἰς ἀνησυχίαν [[ἐμβάλλω]], με δεινὸς ὀρθομαντείας [[φόνος]] στροβεῖ ταράσσων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1216· [[Κύπρις]] τ. φρένα Εὐρ. Ἱππ. 969, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 607, Ἀριστοφ. Ἱππ. 358, κλπ.· τ. καρτίαν Εὐρ. Βάκχ. 1322· [[μάλιστα]] ἐπὶ φόβου (πρβλ. [[συνταράσσω]]), Αἰσχύλ. Χο. 289, Ἀριστοφ. Ἱππ. 66, Πλάτ., κλπ.· ἄν τις [[φόβος]] τ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· [[ὡσαύτως]], τὸ [[σῶμα]] ταρ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 66Α, πρβλ. 103C· οὕτω, τ. γλῶτταν Εὐρ. Ι. Α. 1542· ἀπολ., προξενῶ σύγχυσιν, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ἱππ. Ἐλάττων 373Β. ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 100D, κλπ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 242C· διά τι Δημ. 41. 7· ταράσσομαι φρένας Σοφ. Ἀντ. 1095· [[ὄμμα]] σὸν τ. Εὐρ. Ὀρ. 253. 3) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ταραχήν, Ἡρόδ. 4. 125., 9. 51, Ξεν., κλπ. ― Παθ., εἶμαι ἐν ταραχῇ, Ἡρόδ. 4. 125, 129., 8. 16, Θουκ., κλπ.· ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. ὁ αὐτ. 7. 87· οὕτω, β) ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων Ἡρόδ. 8. 12. 4) τ. τὴν κοιλίαν, προξενεῖν ἀνωμαλίαν ἢ ταραχὴν εἰς τὴν κοιλίαν, ἐπὶ ἰσχυρῶν καθαρσίων, Ἱππ. 567. 15, Ἀριστ. Προβλ. 1. 43, 3. ― ἐν τῷ παθητ., ταράττομαι τὴν γαστέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 386. 5) [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς ταραχήν, [[συνταράσσω]], τὴν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 867· τὰ πράγματα [[αὐτόθι]] 214. ― Παθ., εἶμαι ἐν τεταραγμένῃ καταστάσει, ἐν ἀταξίᾳ ἢ ἀναρχίᾳ, ἐν ἀλλήλοις τ. Θουκ. 2. 65, πρβλ. Δημ. 22. 8, κλπ., πρβλ. [[ταρακτικός]]. 6) ταράττομαι ἐπὶ τοῦ ἵππου, σείομαι καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17. ΙΙ. κινῶ, [[ἐγείρω]], ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, «ἐκ βυθοῦ με κινεῖς, ἀντὶ τοῦ τὴν καρδίαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 696· μεταφορ., τ. [[νεῖκος]], πόλεμον Σοφ. Ἀντ. 794, Πλάτ. Πολ. 567Α· φόνον Εὐρ. Βάκχ. 792· ἡλίκα πράγματα ταράξασα Δημ. 278. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9· τ. δίκας τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 5· ― Παθητ., [[πόλεμος]] ἐταράχθη Δημ. 277. 23· [[γόος]] ταραχθεὶς Αἰσχύλ. Χο. 331. ΙΙ. ἐκτὸς τῶν μνημονευθέντων χωρίων ὁ [[Ὅμηρος]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. πρκμ. [[τέτρηχα]], εἶμαι ἐν καταστάσει ταραχῆς, διατελῶ ἐν ταραχῇ, ἐν συγχύσει καὶ [[ἀκαταστασία]], τετρήχει δ’ ἀγορὴ Ἰλ. Β. 95· ἀγορὴ τετρηχυῖα Η. 346· οὕτω, τετρηχυῖα [[θάλασσα]] Ἀνθ. Π. 7. 283· τετρηχότα βῶλον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1393· τετρηχότι νώτῳ Νικ. Θηρ. 267· [[ἀλλά]], ἐκ [[σέθεν]]... ἄλγεα... τετρήχασι, [[πάθη]], λῦπαι, δυστυχίαι ἐξεγείρονται, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 447· ὁ Νίκ. Θηρ. 521, ἔχει μετοχὴν [[μετὰ]] καταλήξεως ἐνεστ., τετρήχοντα κλήματα· ― ἴδε B?t?m. Lexil. ἐν λ.
|lstext='''ταράσσω''': Ἀττ. -ττω, παρ’ Ἀττ. καὶ κατὰ συγκοπὴν [[θράσσω]] (ὃ ἴδε)· μέλλ. ταράξω Ἀττ.· ἀόρ. ἐτάραξα Ὅμηρ., Ἀττ.· πρκμ. τετάρᾰχα, γνωστὸς μόνον ἐκ τοῦ ὑπερσ. συνετεταράχει Δίων Κ. 42. 34· Ἐπικ. πρκμ. ἐπὶ οὐδετέρας σημασ. [[τέτρηχα]] (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). ― Παθητ., μέλλ. ταραχθήσομαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 244, καὶ μεταγεν.· μέσ. ταράξομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Θουκ. 7. 36, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· ἀόρ. ἐταράχθην Ἀττ.· πρκμ. τετάραγμαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΡΑΧ, πρβλ. τετάραχα, [[ταραχή]], καὶ τέτρηχα, τρηχύς). Ὡς καὶ νῦν, [[διαταράσσω]], κοινῶς «ταράζω», ἀνακατώνω, ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [[[Ποσειδῶν]]] Ὀδ. Ε. 291· κύμασιν ταράσσεται [[πόντος]] Ἀρχίλ. 49, πρβλ. Σόλωνα 26· τ. [[πέλαγος]] ἁλὸς Εὐρ. Τρῳ. 88, πρβλ. 687 [[ὁμοῦ]] ταρ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ἀριστοφ. Ἱππ. 431· τ. καὶ κυκᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 688, Ἱππ. 251· οὕτω καί, οὐ χθόνα ταράσσοντες, μὴ ταράττοντες τὴν γῆν (διὰ τῆς ἀρόσεως), Πινδ. Ο. 2. 114· βροντήμασι κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω Αἰσχύλ. Πρ. 994· λαγὸν ταράξας [[πῖθι]] τὸν θαλάσσιον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, πρβλ. [[τάρακτρον]]· ― μεταφορ., τ. φωνάν, κινῶ τὴν γλῶσσαν, Πινδ. Π. 11. 66· πάντα τ., ἐπὶ ῥήτορος, Λατιν. commiscere, Δημ. 370. 12· δεινὰ τ., ποεῖν αὐτὰ δεινότερα, Σοφ. Ο. Τ. 483. 2) [[ταράσσω]] τὸν νοῦν, συνταράττω, διαταράττω, εἰς ἀνησυχίαν [[ἐμβάλλω]], με δεινὸς ὀρθομαντείας [[φόνος]] στροβεῖ ταράσσων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1216· [[Κύπρις]] τ. φρένα Εὐρ. Ἱππ. 969, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 607, Ἀριστοφ. Ἱππ. 358, κλπ.· τ. καρτίαν Εὐρ. Βάκχ. 1322· [[μάλιστα]] ἐπὶ φόβου (πρβλ. [[συνταράσσω]]), Αἰσχύλ. Χο. 289, Ἀριστοφ. Ἱππ. 66, Πλάτ., κλπ.· ἄν τις [[φόβος]] τ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· [[ὡσαύτως]], τὸ [[σῶμα]] ταρ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 66Α, πρβλ. 103C· οὕτω, τ. γλῶτταν Εὐρ. Ι. Α. 1542· ἀπολ., προξενῶ σύγχυσιν, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ἱππ. Ἐλάττων 373Β. ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 100D, κλπ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 242C· διά τι Δημ. 41. 7· ταράσσομαι φρένας Σοφ. Ἀντ. 1095· [[ὄμμα]] σὸν τ. Εὐρ. Ὀρ. 253. 3) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ταραχήν, Ἡρόδ. 4. 125., 9. 51, Ξεν., κλπ. ― Παθ., εἶμαι ἐν ταραχῇ, Ἡρόδ. 4. 125, 129., 8. 16, Θουκ., κλπ.· ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. ὁ αὐτ. 7. 87· οὕτω, β) ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων Ἡρόδ. 8. 12. 4) τ. τὴν κοιλίαν, προξενεῖν ἀνωμαλίαν ἢ ταραχὴν εἰς τὴν κοιλίαν, ἐπὶ ἰσχυρῶν καθαρσίων, Ἱππ. 567. 15, Ἀριστ. Προβλ. 1. 43, 3. ― ἐν τῷ παθητ., ταράττομαι τὴν γαστέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 386. 5) [[συχν]]. ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, [[ἐμβάλλω]] εἰς ταραχήν, [[συνταράσσω]], τὴν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 867· τὰ πράγματα [[αὐτόθι]] 214. ― Παθ., εἶμαι ἐν τεταραγμένῃ καταστάσει, ἐν ἀταξίᾳ ἢ ἀναρχίᾳ, ἐν ἀλλήλοις τ. Θουκ. 2. 65, πρβλ. Δημ. 22. 8, κλπ., πρβλ. [[ταρακτικός]]. 6) ταράττομαι ἐπὶ τοῦ ἵππου, σείομαι καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17. ΙΙ. κινῶ, [[ἐγείρω]], ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, «ἐκ βυθοῦ με κινεῖς, ἀντὶ τοῦ τὴν καρδίαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 696· μεταφορ., τ. [[νεῖκος]], πόλεμον Σοφ. Ἀντ. 794, Πλάτ. Πολ. 567Α· φόνον Εὐρ. Βάκχ. 792· ἡλίκα πράγματα ταράξασα Δημ. 278. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9· τ. δίκας τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 5· ― Παθητ., [[πόλεμος]] ἐταράχθη Δημ. 277. 23· [[γόος]] ταραχθεὶς Αἰσχύλ. Χο. 331. ΙΙ. ἐκτὸς τῶν μνημονευθέντων χωρίων ὁ [[Ὅμηρος]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. πρκμ. [[τέτρηχα]], εἶμαι ἐν καταστάσει ταραχῆς, διατελῶ ἐν ταραχῇ, ἐν συγχύσει καὶ [[ἀκαταστασία]], τετρήχει δ’ ἀγορὴ Ἰλ. Β. 95· ἀγορὴ τετρηχυῖα Η. 346· οὕτω, τετρηχυῖα [[θάλασσα]] Ἀνθ. Π. 7. 283· τετρηχότα βῶλον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1393· τετρηχότι νώτῳ Νικ. Θηρ. 267· [[ἀλλά]], ἐκ [[σέθεν]]... ἄλγεα... τετρήχασι, [[πάθη]], λῦπαι, δυστυχίαι ἐξεγείρονται, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 447· ὁ Νίκ. Θηρ. 521, ἔχει μετοχὴν [[μετὰ]] καταλήξεως ἐνεστ., τετρήχοντα κλήματα· ― ἴδε B?t?m. Lexil. ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ταράξω, <i>ao.</i> ἐτάραξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ταράξομαι, <i>ao.</i> ἐταράχθην, <i>pf.</i> τετάραγμαι, <i>pqp.</i> ἐτεταράγμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> remuer, agiter : [[φάρμακον]] LUC préparer un médicament en agitant les ingrédients qui le composent ; τ. πόντον OD faire bouillir la mer, soulever les vagues ; μὴ ταράττεσθαι ἐπὶ [[τῶν]] ἵππων XÉN n’être pas troublé, parce qu’on est à cheval, <i>càd</i> conserver l’esprit libre pour voir, entendre ; [[θάλασσα]] ταράσσεται SOL (PLUT) la mer commence à bouillonner, est soulevée ; <i>en parl. d’une armée</i> jeter dans le désordre, <i>Pass.</i> tomber dans le désordre <i>ou</i> la confusion ; [[ἐν]] [[σφίσιν]] αὐτοῖς ταρασσόμενοι THC confondus les uns avec les autres ; <i>fig. en parl. d’affaires, de troubles politiques</i> πράγματα τεταραγμένα DÉM affaires embrouillées;<br /><b>2</b> mettre dans un état d’agitation intérieure (de l’âme), troubler, inquiéter ; agiter <i>en gén.</i> ; effaroucher (un cheval) ; troubler, inquiéter ; <i>Pass.</i> ταράσσεσθαι φρένας SOPH avoir l’esprit troublé ; <i>abs.</i> s’effrayer, être saisi de frayeur, être mis dans le trouble <i>ou</i> l’embarras;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> exciter, soulever : [[νεῖκος]] SOPH une querelle ; ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί PLUT des accusations et des procès contre qqn ; <i>Pass.</i> [[πόλεμος]] ἐταράχθη DÉM la guerre fut soulevée;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf. épq.</i> [[τέτρηχα]]) être troublé, agité.<br />'''Étymologie:''' R. Τραχ rendre raboteux, cf. [[τραχύς]] ; d’où troubler, p. opp. à aplanir, apaiser, calmer.
}}
}}