Anonymous

ἀνοτοτύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοτοτύζω''': θρηνολογῶν ἀναβοῶ [[ὀτοτοῖ]], τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.
|lstext='''ἀνοτοτύζω''': θρηνολογῶν ἀναβοῶ [[ὀτοτοῖ]], τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνωτότυξα;<br />éclater en sanglots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀτοτύζω]].
}}
}}