Anonymous

χραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χραίνω''': μέλλ, χρᾰνῶ, = [[χράω]] (Α), [[ἐγγίζω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, [[ὀλιγάκις]] ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, δηλ. μένων μακρὰν [[αὐτοῦ]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 909· οὕτω, χρ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 277Β· - [[ἐντεῦθεν]], [[ἀλείφω]], [[ἐπιχρίω]], χρ. ἢ ἀποχραὶ εἰν Πλάτ. Νόμ. 719Α. ἴδε Ruhnk. εἰς Πλάτ. Τίμ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129, Μάξ. Τύρ. 40. 2· [[ἀλείφω]], [[χρίω]], τινὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 246· - Παθ., χραινομένην μέλιτι Ἀνθ. Παλατ. 7. 622. 2) [[μιαίνω]], [[μολύνω]], πεδία δ’ ἀργηστὴς ἀφρὸς χραίνει σταλαγμοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 61, πρβλ. [[αὐτόθι]] 342, Ἀποσπάσμ. 340· μιάσματι μυχὸν ἔχρανας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 170· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἠθικοῦ μολυσμοῦ, λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν [[χραίνω]] Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 822, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 1266. Ἐκ. 366· [[ὄμμα]] χρ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππολύτῳ 1438· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λέξεων, θεῶν ὀνόματα μὴ χραίνειν ῥᾳδίως Πλάτ. Νόμ. 917B. - Μέσ., χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ Σοφ. Αἴ. 43. - Παθητ., αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα Αἰσχύλ. Ἱκ. 266, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 368.
|lstext='''χραίνω''': μέλλ, χρᾰνῶ, = [[χράω]] (Α), [[ἐγγίζω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, [[ὀλιγάκις]] ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, δηλ. μένων μακρὰν [[αὐτοῦ]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 909· οὕτω, χρ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 277Β· - [[ἐντεῦθεν]], [[ἀλείφω]], [[ἐπιχρίω]], χρ. ἢ ἀποχραὶ εἰν Πλάτ. Νόμ. 719Α. ἴδε Ruhnk. εἰς Πλάτ. Τίμ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129, Μάξ. Τύρ. 40. 2· [[ἀλείφω]], [[χρίω]], τινὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 246· - Παθ., χραινομένην μέλιτι Ἀνθ. Παλατ. 7. 622. 2) [[μιαίνω]], [[μολύνω]], πεδία δ’ ἀργηστὴς ἀφρὸς χραίνει σταλαγμοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 61, πρβλ. [[αὐτόθι]] 342, Ἀποσπάσμ. 340· μιάσματι μυχὸν ἔχρανας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 170· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἠθικοῦ μολυσμοῦ, λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν [[χραίνω]] Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 822, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλυτ. 1266. Ἐκ. 366· [[ὄμμα]] χρ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππολύτῳ 1438· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λέξεων, θεῶν ὀνόματα μὴ χραίνειν ῥᾳδίως Πλάτ. Νόμ. 917B. - Μέσ., χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ Σοφ. Αἴ. 43. - Παθητ., αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα Αἰσχύλ. Ἱκ. 266, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 368.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἔχρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐχράνθην;<br /><b>I.</b> toucher légèrement à la surface, effleurer, raser ; <i>p. anal.</i> [[τι]] αἵματι EUR arroser <i>ou</i> souiller (une épée) de sang;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> teindre, colorer;<br /><b>2</b> salir, souiller ; <i>fig.</i> souiller par le meurtre, l’inceste, l’adultère, <i>etc.</i> : τὸ τῆς [[φιλίας]] [[ὄνομα]] ÉL souiller le nom de l’amitié;<br /><i><b>Moy.</b></i> χραίνομαι salir, souiller, teindre qch à soi : χεῖρα φόνῳ SOPH teindre <i>ou</i> rougir sa main d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χραύω]], [[χράω]].
}}
}}