3,251,689
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκλείω''': μέλλ. -κλείσω: Ἰων. ἀποκληίω, μέλλ. -κληίσω (Ἡρόδ.): Ἀττ. ἀποκλῄω, μέλλ. [[κλῄσω]]: Δωρ. ἀόρ. -έκλᾳξα Θεόκρ. 15. 77· προστακτ. ἀόρ. ἀπόκλᾳξον ὁ αὐτ. 43 (πρβλ [[κλείω]])· [[κλείω]] ἔξω, [[ἐμποδίζω]] νὰ εἰσέλθῃ, παρακωλύω, τινὰ πυλέων Ἡρόδ. 5, 104· δωμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 670· ἀπ. τινά, [[κλείω]] αὐτὸν ἔξω, Θεόκρ. 15. 77· τινὰ τῇ κιγκλίδι Ἀριστοφ. Σφ. 775· τῇ θύρᾳ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 420: ― Μέσ., ἀπ. τινὰ τῆς διαβάσεως Θουκ. 6. 101: ― Παθ., ἀπ. τῆς διεξόδου Ἡρόδ. 3. 117· τῆς [[ὀπίσω]] ὁδοῦ [[αὐτόθι]] 55, πρβλ. 58· ἀπ. τῶν πυλῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 423· τῆς θύρας Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1. 4. 2) [[ἀποκλείω]] ἀπό τινος, [[ἐμποδίζω]], τούτων Ἡρόδ. 1. 37, κτλ· ἀπὸ τῶν αγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 601· [[ὡσαύτως]], ἀποκεκλῄκαμεν... θεοὺς [[μηκέτι]] διαπερᾶν ὁ αὐτ. Ὄρν. 1263: ― Παθ., ἀπ. τοῦ σίτου, τῶν σιτίων, ἀποστρέφομαι τὴν τροφήν, δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. 373. 44 καὶ 46, Δημ. 1260. 23. ἐγὼ δὲ ἀπεκλείσθην τοῦ λόγου τυχεῖν ὁ αὐτ. 1107. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] αἰτ. μόνον, [[κλείω]], τὰς πύλας, τὰ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 150., 2. 133· τὰ... πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε [[Πήλιον]] [[οὖρος]] καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει, περὶ τῆς Θεσσαλίας ὁ αὐτ. 7. 129· ἀπ. ὁδόν, ἀποφράττω, Βαβρ. 8. 4· ἀπ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 3: ― Παθ. κλείομαι, ἀπ. αἱ πύλαι Ἡρόδ. 3. 117· ἀπ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων ὅ ἐ. ὁρίζεται ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 100. 2) [[κατακλείω]], ὡς ἐν δεσμωτηρίῳ, Σοφ. Ο. Τ. 1388, Ἀριστοφ. Σφ. 719· τὴν πόλιν ἀπ. μοχλοῖς ὁ αὐτ. Λυσ. 487· ἀπ. τινὰ [[ἔνδον]] Δημ. 1359. 6: ― Παθ. ἀποκλείεσθαι ἐν δωματίῳ Λυσίας 93. 19. 3) [[κλείω]] ἔξω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 775· καὶ [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τὰ ἀποκληίοντα τὴν ὄψιν, παρεμποδίζοντα τὴν θέαν, Ἡρόδ. 4. 7· ἀποκλείει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἐμποδίζει τὴν αὔξησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D: ― Παθ., ἀπ. ὑπὸ τῆς ἵππου Ἡρόδ. 9. 50· τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Ἀριστ. Πρβλ. 11. 49. ΙΙΙ. ἀπολ. [[κάμνω]] ἐξαίρεσιν, Δημ. 841. 5. | |lstext='''ἀποκλείω''': μέλλ. -κλείσω: Ἰων. ἀποκληίω, μέλλ. -κληίσω (Ἡρόδ.): Ἀττ. ἀποκλῄω, μέλλ. [[κλῄσω]]: Δωρ. ἀόρ. -έκλᾳξα Θεόκρ. 15. 77· προστακτ. ἀόρ. ἀπόκλᾳξον ὁ αὐτ. 43 (πρβλ [[κλείω]])· [[κλείω]] ἔξω, [[ἐμποδίζω]] νὰ εἰσέλθῃ, παρακωλύω, τινὰ πυλέων Ἡρόδ. 5, 104· δωμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 670· ἀπ. τινά, [[κλείω]] αὐτὸν ἔξω, Θεόκρ. 15. 77· τινὰ τῇ κιγκλίδι Ἀριστοφ. Σφ. 775· τῇ θύρᾳ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 420: ― Μέσ., ἀπ. τινὰ τῆς διαβάσεως Θουκ. 6. 101: ― Παθ., ἀπ. τῆς διεξόδου Ἡρόδ. 3. 117· τῆς [[ὀπίσω]] ὁδοῦ [[αὐτόθι]] 55, πρβλ. 58· ἀπ. τῶν πυλῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 423· τῆς θύρας Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1. 4. 2) [[ἀποκλείω]] ἀπό τινος, [[ἐμποδίζω]], τούτων Ἡρόδ. 1. 37, κτλ· ἀπὸ τῶν αγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 601· [[ὡσαύτως]], ἀποκεκλῄκαμεν... θεοὺς [[μηκέτι]] διαπερᾶν ὁ αὐτ. Ὄρν. 1263: ― Παθ., ἀπ. τοῦ σίτου, τῶν σιτίων, ἀποστρέφομαι τὴν τροφήν, δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. 373. 44 καὶ 46, Δημ. 1260. 23. ἐγὼ δὲ ἀπεκλείσθην τοῦ λόγου τυχεῖν ὁ αὐτ. 1107. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] αἰτ. μόνον, [[κλείω]], τὰς πύλας, τὰ ἱρὰ Ἡρόδ. 1. 150., 2. 133· τὰ... πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε [[Πήλιον]] [[οὖρος]] καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει, περὶ τῆς Θεσσαλίας ὁ αὐτ. 7. 129· ἀπ. ὁδόν, ἀποφράττω, Βαβρ. 8. 4· ἀπ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 3: ― Παθ. κλείομαι, ἀπ. αἱ πύλαι Ἡρόδ. 3. 117· ἀπ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων ὅ ἐ. ὁρίζεται ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 100. 2) [[κατακλείω]], ὡς ἐν δεσμωτηρίῳ, Σοφ. Ο. Τ. 1388, Ἀριστοφ. Σφ. 719· τὴν πόλιν ἀπ. μοχλοῖς ὁ αὐτ. Λυσ. 487· ἀπ. τινὰ [[ἔνδον]] Δημ. 1359. 6: ― Παθ. ἀποκλείεσθαι ἐν δωματίῳ Λυσίας 93. 19. 3) [[κλείω]] ἔξω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 775· καὶ [[ταῦτα]] [[εἶναι]] τὰ ἀποκληίοντα τὴν ὄψιν, παρεμποδίζοντα τὴν θέαν, Ἡρόδ. 4. 7· ἀποκλείει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἐμποδίζει τὴν αὔξησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D: ― Παθ., ἀπ. ὑπὸ τῆς ἵππου Ἡρόδ. 9. 50· τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Ἀριστ. Πρβλ. 11. 49. ΙΙΙ. ἀπολ. [[κάμνω]] ἐξαίρεσιν, Δημ. 841. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> intercepter, fermer ; [[τὰς]] πύλας HDT les portes ; τὴν ὄψιν HDT intercepter la vue ; <i>en parl. de pays</i> borner, limiter;<br /><b>2</b> exclure ; écarter, repousser : τινά τινος <i>ou</i> [[ἀπό]] τινος exclure qqn de qch, interdire à qqn l’accès <i>ou</i> la participation à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκλείομαι intercepter : τινα τῆς διαβάσεως THC barrer le passage à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κλείω]]. | |||
}} | }} |