Anonymous

ὑφορμέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφορμέω''': εἶμαι ἠγκυροβολημένος κρυφίως ἔν τινι τόπῳ, ἔχων ἑτοίμους λέμβους ἔν τισι τόποις ἐρήμοις ὑφορμοῦντας Πολύβ. 3. 19, 8., 34. 3, 2, Αἰλιαν., κλπ.· ― μεταφορ., αἱ πόλεις ὑφ. ἀλλήλαις Δίων Χρυσ. 2. 150· τοῦ κόλακος [[λόγος]] ὑφορ. πάθει τινὶ Πλούτ. 2. 61Ε· ὑφώρμει [[δέος]] Συνέσ. 163C· τὸ ὑφορμοῦν, ἡ [[ὑποψία]], Σχόλ. εἰς Δημ. 65, 16.
|lstext='''ὑφορμέω''': εἶμαι ἠγκυροβολημένος κρυφίως ἔν τινι τόπῳ, ἔχων ἑτοίμους λέμβους ἔν τισι τόποις ἐρήμοις ὑφορμοῦντας Πολύβ. 3. 19, 8., 34. 3, 2, Αἰλιαν., κλπ.· ― μεταφορ., αἱ πόλεις ὑφ. ἀλλήλαις Δίων Χρυσ. 2. 150· τοῦ κόλακος [[λόγος]] ὑφορ. πάθει τινὶ Πλούτ. 2. 61Ε· ὑφώρμει [[δέος]] Συνέσ. 163C· τὸ ὑφορμοῦν, ἡ [[ὑποψία]], Σχόλ. εἰς Δημ. 65, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se tenir caché dans une baie, dans un port écarté;<br /><b>2</b> jeter l’ancre au fond de ; <i>fig.</i> ὁ [[τοῦ]] κόλακος [[λόγος]] ἀεὶ ὑφορμεῖ τινι πάθει PLUT la parole du flatteur rencontre toujours une passion où elle mord comme l’ancre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὁρμέω]].
}}
}}