ὑφορμέω

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφορμέω Medium diacritics: ὑφορμέω Low diacritics: υφορμέω Capitals: ΥΦΟΡΜΕΩ
Transliteration A: hyphorméō Transliteration B: hyphormeō Transliteration C: yformeo Beta Code: u(forme/w

English (LSJ)

A lie at anchor in wait for others, Plb.3.19.8, 34.3.2, Ael. NA11.19, Charito 3.7, etc.: metaph., αἱ πόλεις ὑ. ἀλλήλαις D.Chr. 38.42; ὁ τοῦ κόλακος λόγος.. ὑ. τινὶ πάθει Plu.2.61e; τὸ ὑφορμοῦν suspicion, Lib.Decl.40 (προθεωρία). 2, 46 (προθεωρία). 2; τὰ ὑφορμοῦντα Sch. D. 1.1 (viii p.30 Dindorf).
II lit., anchor under, ὑπὸ τὸ τεῖχος D.Chr.11.116, cf. 7.2.

French (Bailly abrégé)

ὑφορμῶ :
1 se tenir caché dans une baie, dans un port écarté;
2 jeter l'ancre au fond de ; fig. ὁ τοῦ κόλακος λόγος ἀεὶ ὑφορμεῖ τινι πάθει PLUT la parole du flatteur rencontre toujours une passion où elle mord comme l'ancre.
Étymologie: ὑπό, ὁρμέω.

German (Pape)

in eine Bucht oder einen Hafen unterfahren, darin verborgen liegen, um sich zu verstecken od. um Andern aufzulauern, Pol. 3.19.8, 34.3.1.

Russian (Dvoretsky)

ὑφορμέω: тайно стоять на якоре, притаиться (ἔν τισι τόποις ἐρήμοις Polyb.): (ὁ τοῦ κόλακος λόγος) ὑφορμεῖ τινι πάθει Plut. слово льстеца цепляется за какую-л. слабость.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφορμέω: εἶμαι ἠγκυροβολημένος κρυφίως ἔν τινι τόπῳ, ἔχων ἑτοίμους λέμβους ἔν τισι τόποις ἐρήμοις ὑφορμοῦντας Πολύβ. 3. 19, 8., 34. 3, 2, Αἰλιαν., κλπ.· ― μεταφορ., αἱ πόλεις ὑφ. ἀλλήλαις Δίων Χρυσ. 2. 150· τοῦ κόλακος λόγος ὑφορ. πάθει τινὶ Πλούτ. 2. 61Ε· ὑφώρμει δέος Συνέσ. 163C· τὸ ὑφορμοῦν, ἡ ὑποψία, Σχόλ. εἰς Δημ. 65, 16.

Greek Monotonic

ὑφορμέω: μέλ. -ήσω, είμαι κρυφά αγκυροβολημένος σ' έναν τόπο, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to lie secretly at anchor, Polyb.