Anonymous

ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερίσταμαι''': Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι [[ὑπεράνω]], [[ὄνειρον]] ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) [[ἐπίκειμαι]], τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
|lstext='''ὑπερίσταμαι''': Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι [[ὑπεράνω]], [[ὄνειρον]] ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) [[ἐπίκειμαι]], τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se tenir au-dessus de, gén.;<br /><b>2</b> se tenir au-dessus de <i>ou</i> devant ; protéger, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵσταμαι]].
}}
}}