Anonymous

παρῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρῆλιξ''': -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[πάρηβος]], ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν [[ἀκμήν]], Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε [[ὁμῆλιξ]] καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.
|lstext='''παρῆλιξ''': -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[πάρηβος]], ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν [[ἀκμήν]], Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε [[ὁμῆλιξ]] καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui n’est plus dans la force de l’âge, qui est sur son déclin.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧλιξ]].
}}
}}