Anonymous

τροχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, [[βασανίζω]], Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]] μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς [[τροχός]], [[τρέχω]], [[περιτρέχω]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.
|lstext='''τροχίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, [[βασανίζω]], Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]] μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς [[τροχός]], [[τρέχω]], [[περιτρέχω]], Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> garnir de roues;<br /><b>2</b> rouer, livrer au supplice de la roue;<br /><b>3</b> écraser sous les roues;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> tourner comme une roue.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
}}
}}