Anonymous

δυσωνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωνέω''': παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ [[Πολυδ]]. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.
|lstext='''δυσωνέω''': παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ [[Πολυδ]]. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> acheter de mauvaise grâce, marchander;<br /><b>2</b> ne pouvoir se décider à acheter <i>en parl. d’un avare</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> δυσωνέομαι-οῦμαι marchander.<br />'''Étymologie:''' [[δυσώνης]].
}}
}}