δυσωνέω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωνέω Medium diacritics: δυσωνέω Low diacritics: δυσωνέω Capitals: ΔΥΣΩΝΕΩ
Transliteration A: dysōnéō Transliteration B: dysōneō Transliteration C: dysoneo Beta Code: duswne/w

English (LSJ)

impf. ἐδυσώνουν AP11.169 (Nicarch.):—beat down the price, cheapen, Pl.Com.224:—Med., Arist.Fr.558.

Spanish (DGE)

regatear παῦσαι δυσωνῶν Pl.Com.246, ἐδυσώνει εὔωνον ζητῶν AP 11.169 (Nicarch.)
en v. med. mismo sent. ὅτε ... δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων Arist.Fr.558.

German (Pape)

[Seite 691] schlecht kaufen, bieten; Plat. com. bei Poll. 3, 126; Nicarch. 18 (XI. 169). – Auch med., Arist. bei Ath. VIII, 348 b.

French (Bailly abrégé)

δυσωνῶ :
1 acheter de mauvaise grâce, marchander;
2 ne pouvoir se décider à acheter en parl. d'un avare;
Moy. δυσωνέομαι, δυσωνοῦμαι marchander.
Étymologie: δυσώνης.

Russian (Dvoretsky)

δυσωνέω: покупать, упорно торгуясь (Anth.; med. τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσωνέω: παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ Πολυδ. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.

Greek Monotonic

δυσωνέω: ρίχνω τις τιμές προς τα κάτω, κάνω κάτι φτηνότερο, παζαρεύω, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυσωνέω,
to beat down the price, cheapen, Anth.