Anonymous

κάστανα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάστᾰνα''': -ων, τά, Λατ. castᾰneae, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 54Β· καλούμενα [[ὡσαύτως]] κάρυα Κασταναῖα, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 19 (καὶ πιθ. Διόδ. 3. 19), Κασταναϊκὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 11, Διόδ. 2. 50· καστάνια, τά, [[ἔνιοι]] δὲ καστάνια κατὰ τὸ καλούμενον οὐδέτερον γένος Γαλην. 6. 426, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ καστανέα, ἡ, [[ἡδέως]] ἐσθιομένας καστανέας ὁ αὐτ. 6. 426F, 11. 648, Γεωπ.· καστάνεια, τά, «Ἀμφίλοχος (κοιν. Ἀγέλοχος) δὲ ἄμωτα καλεῖ τὰ καστάνεια» Ἀθήν. 54D (καστάνεια κάρυα Ἐτυμ. Μ. 493. 26)· καὶ παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 269, κάστηνα· (λέγεται ὅτι παρήχθη τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς Κασταναίας, πόλεως τοῦ Πόντου, Ἐτυμ. Μ., ἔνθ’ ἀνωτ.· Καστᾰνὶς αἶα Νικ. Ἀλεξιφ. 271).- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάστανα]]· Διὸς βάλανοι, Εὐβοϊκὰ κάρυα».
|lstext='''κάστᾰνα''': -ων, τά, Λατ. castᾰneae, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 54Β· καλούμενα [[ὡσαύτως]] κάρυα Κασταναῖα, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 19 (καὶ πιθ. Διόδ. 3. 19), Κασταναϊκὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 11, Διόδ. 2. 50· καστάνια, τά, [[ἔνιοι]] δὲ καστάνια κατὰ τὸ καλούμενον οὐδέτερον γένος Γαλην. 6. 426, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ καστανέα, ἡ, [[ἡδέως]] ἐσθιομένας καστανέας ὁ αὐτ. 6. 426F, 11. 648, Γεωπ.· καστάνεια, τά, «Ἀμφίλοχος (κοιν. Ἀγέλοχος) δὲ ἄμωτα καλεῖ τὰ καστάνεια» Ἀθήν. 54D (καστάνεια κάρυα Ἐτυμ. Μ. 493. 26)· καὶ παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 269, κάστηνα· (λέγεται ὅτι παρήχθη τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς Κασταναίας, πόλεως τοῦ Πόντου, Ἐτυμ. Μ., ἔνθ’ ἀνωτ.· Καστᾰνὶς αἶα Νικ. Ἀλεξιφ. 271).- Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάστανα]]· Διὸς βάλανοι, Εὐβοϊκὰ κάρυα».
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />châtaignes, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunté à une langue de l’Asie Mineure.
}}
}}