Anonymous

κατακληρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακληρόω''': [[διανέμω]], ὡς τὸ προηγούμ., Διόδ. 13. 2. ―Μέσ., [[λαμβάνω]] τὸ μερίδιόν μου, Πλουτ. Πομπ. 41· [[λαμβάνω]] κλῆρον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΔ΄, 42).
|lstext='''κατακληρόω''': [[διανέμω]], ὡς τὸ προηγούμ., Διόδ. 13. 2. ―Μέσ., [[λαμβάνω]] τὸ μερίδιόν μου, Πλουτ. Πομπ. 41· [[λαμβάνω]] κλῆρον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΔ΄, 42).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />distribuer <i>ou</i> attribuer par la voie du sort;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακληρόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> obtenir comme part, se faire attribuer, acc.;<br /><b>2</b> tirer <i>ou</i> désigner par la voie du sort.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κληρόω]].
}}
}}