Anonymous

κομψός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομψός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) [[καλῶς]], εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος, κεκαλλωπισμένος, Λατ. comptus· [[ἐντεῦθεν]], [[εὔχαρις]] ἄνθρωπὸς, Λατ. bellus homo, Ἀριστοφ. Σφ. 1317, Ἄλεξ. ἐν «Πολυκλείᾳ» 1, Τιμοκρέων 6. 2) [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], [[γλαφυρός]], εὐφυής, [[πνευματώδης]], [[δεξιός]], ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν λόγων αὐτῶν καὶ πράξεων, κ. θεαταὶ Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 1, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 155· ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1· κ. ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649, πρβλ. Βατρ. 967, Πλάτ. Γοργ. 493Α· κ. [[περί]] τι, εὐφυὴς ὡς πρὸς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 495D, Κρατ. 405D· ἐπὶ τῶν ἐμφύτων τοῦ κυνός, [[λεπτός]], [[ὀξύς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 376Α· μὰ γῆν…, μὴ ’γὼ [[νόημα]] κομψότερον ἤκουσά πω, ἐπινόησιν λεπτοτέραν…, Ἀριστοφ. Ὄρν. 195· ἰδίως ἐπὶ σκωπτικῆς σημασίας, ἐμπαικτικῶς, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, οἵτινες [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐλεπτολόγουν περὶ πάντων ὅσα ἔλεγον καὶ ἔπραττον, [[λεπτός]], [[ὑπερακριβής]], [[τρίβων]] γὰρ εἶ τὰ κομψὰ Εὐρ. Ρῆσ. 625· κομψὸς γ’ ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 426· μή μοι τὰ κομψὰ..., ἀλλ’ ὧν πόλει δεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 16· τῶν ἰατρῶν οἱ κ. ἢ περίεργοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· οὕτω, κ. σοφίσματα Εὐρ. παρὰ Στοβ. σ. 56. 13· κομψότερος... ὁ [[λόγος]] ἢ κατ’ ἐμέ, παρὰ πολὺ [[λεπτός]], Πλάτ. Κρατ. 429D· ― ἀλλ’ ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ Μοίρ., πρβλ. Διον. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 1· ― τὸ κομψόν, = ἡ [[κομψότης]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, κομψόν, γλαφυρόν, νόστιμον, ἀστεῖον, τὸ [[πρᾶγμα]] κομψὸν ἐστι Ἀριστοφ. Θεσμ. 93, πρβλ. 460· πάντων δὲ κομψότατον Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· τοῦτ’ ἔχει κομψότατον, τοῦτο [[εἶναι]] τὸ ἀστειότατον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Α· τὰ κομψὰ [[ταῦτα]] χλανίσκια, τὰ εὔμορφα [[ταῦτα]] χλανίδια, Αἰσχίν. 18. 30· τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους, λεπτοτέρους, εὐμορφοτέρους, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. κομψῶς, [[μετὰ]] κομψότητος, ἀντίθετ. τοῦ [[ἁπλῶς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016, Πλάτ., κτλ.· συγκρ. -οτέρως, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 208· [[ὡσαύτως]] κομψότερον ἔχω, εἶμαι καλλίτερα κατὰ τὴν ὑγείαν, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. δ΄, 52, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 10, 13. ― Ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. Λυσ. 89· ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα, [[ὅπερ]] καὶ νομίζεται ὅτι λέγεται κομψοφανέστατα, Πλάτ. Θεαίτ. 202D. ― Λέξις Ἀττ., [[κυρίως]] ἀπαντῶσα παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζολόγοις· ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ [[Εὐριπίδης]] μετεχειρίσθη αὐτήν.
|lstext='''κομψός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) [[καλῶς]], εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος, κεκαλλωπισμένος, Λατ. comptus· [[ἐντεῦθεν]], [[εὔχαρις]] ἄνθρωπὸς, Λατ. bellus homo, Ἀριστοφ. Σφ. 1317, Ἄλεξ. ἐν «Πολυκλείᾳ» 1, Τιμοκρέων 6. 2) [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], [[γλαφυρός]], εὐφυής, [[πνευματώδης]], [[δεξιός]], ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν λόγων αὐτῶν καὶ πράξεων, κ. θεαταὶ Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 1, πρβλ. ἐν Ἀδήλ. 155· ἐσμὲν ἅπαντα κομψοὶ ἄνδρες Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1· κ. ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649, πρβλ. Βατρ. 967, Πλάτ. Γοργ. 493Α· κ. [[περί]] τι, εὐφυὴς ὡς πρὸς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 495D, Κρατ. 405D· ἐπὶ τῶν ἐμφύτων τοῦ κυνός, [[λεπτός]], [[ὀξύς]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 376Α· μὰ γῆν…, μὴ ’γὼ [[νόημα]] κομψότερον ἤκουσά πω, ἐπινόησιν λεπτοτέραν…, Ἀριστοφ. Ὄρν. 195· ἰδίως ἐπὶ σκωπτικῆς σημασίας, ἐμπαικτικῶς, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, οἵτινες [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐλεπτολόγουν περὶ πάντων ὅσα ἔλεγον καὶ ἔπραττον, [[λεπτός]], [[ὑπερακριβής]], [[τρίβων]] γὰρ εἶ τὰ κομψὰ Εὐρ. Ρῆσ. 625· κομψὸς γ’ ὁ [[κῆρυξ]] καὶ [[παρεργάτης]] λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 426· μή μοι τὰ κομψὰ..., ἀλλ’ ὧν πόλει δεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 16· τῶν ἰατρῶν οἱ κ. ἢ περίεργοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· οὕτω, κ. σοφίσματα Εὐρ. παρὰ Στοβ. σ. 56. 13· κομψότερος... ὁ [[λόγος]] ἢ κατ’ ἐμέ, παρὰ πολὺ [[λεπτός]], Πλάτ. Κρατ. 429D· ― ἀλλ’ ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας κατὰ τὴν παρατήρησιν τοῦ Μοίρ., πρβλ. Διον. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 1· ― τὸ κομψόν, = ἡ [[κομψότης]], Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, κομψόν, γλαφυρόν, νόστιμον, ἀστεῖον, τὸ [[πρᾶγμα]] κομψὸν ἐστι Ἀριστοφ. Θεσμ. 93, πρβλ. 460· πάντων δὲ κομψότατον Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· τοῦτ’ ἔχει κομψότατον, τοῦτο [[εἶναι]] τὸ ἀστειότατον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Α· τὰ κομψὰ [[ταῦτα]] χλανίσκια, τὰ εὔμορφα [[ταῦτα]] χλανίδια, Αἰσχίν. 18. 30· τὸ θῆλυ τοὺς πόδας ἔχει κομψοτέρους, λεπτοτέρους, εὐμορφοτέρους, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. κομψῶς, [[μετὰ]] κομψότητος, ἀντίθετ. τοῦ [[ἁπλῶς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016, Πλάτ., κτλ.· συγκρ. -οτέρως, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 208· [[ὡσαύτως]] κομψότερον ἔχω, εἶμαι καλλίτερα κατὰ τὴν ὑγείαν, Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. δ΄, 52, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 10, 13. ― Ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. Λυσ. 89· ὃ καὶ δοκεῖ λέγεσθαι κομψότατα, [[ὅπερ]] καὶ νομίζεται ὅτι λέγεται κομψοφανέστατα, Πλάτ. Θεαίτ. 202D. ― Λέξις Ἀττ., [[κυρίως]] ἀπαντῶσα παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζολόγοις· ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ [[Εὐριπίδης]] μετεχειρίσθη αὐτήν.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> paré avec soin ; élégant, joli;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> fin, délicat, aimable, spirituel, cultivé;<br /><b>2</b> habile, adroit, ingénieux;<br /><i>Cp.</i> κομψότερος, <i>Sp.</i> κομψότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Κομ, soigner ; cf. <i>lat.</i> comptus.
}}
}}