Anonymous

πάγχυ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγχῠ''': Ἐπίρρ. (πᾶς, πᾶν) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[πάνυ]], ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς· ἐπιτεταμέν., [[μάλα]] [[πάγχυ]] Ἰλ. Ξ. 143· Πίνδ. Π. 2. 150· ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 262 (ἐπὶ [[πάγχυ]] λάθωνται, ἐπὶ π. λαθέσθαι) ἡ ἐπὶ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]]· [[πάγχυ]] δοκέειν ἢ ἐλπίζειν .. Ἡρόδ. 1. 31., 1. 135, κτλ.― Σπανιώτατον παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] (ἐν τριμέτρῳ ἰαμβ.) παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 641· καὶ [[ἅπαξ]] (ἐν ἡρωϊκῷ στίχῳ) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1531.
|lstext='''πάγχῠ''': Ἐπίρρ. (πᾶς, πᾶν) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[πάνυ]], ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς· ἐπιτεταμέν., [[μάλα]] [[πάγχυ]] Ἰλ. Ξ. 143· Πίνδ. Π. 2. 150· ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 262 (ἐπὶ [[πάγχυ]] λάθωνται, ἐπὶ π. λαθέσθαι) ἡ ἐπὶ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]]· [[πάγχυ]] δοκέειν ἢ ἐλπίζειν .. Ἡρόδ. 1. 31., 1. 135, κτλ.― Σπανιώτατον παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] (ἐν τριμέτρῳ ἰαμβ.) παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 641· καὶ [[ἅπαξ]] (ἐν ἡρωϊκῷ στίχῳ) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1531.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[χέω]].
}}
}}