Anonymous

ἕδνον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕδνον''': τό, Πινδ. Ο. 9. 16, Καλλ. Ἀποσπ. 193, Ἀνθ. Π. παράρτ. 298, Ὀρφ. Ἀργ. 876· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πληθ. ἕδνα, [[ἔεδνα]]: - Λέξις Ἐπ. σημαίνουσα τὰ γαμήλια δῶρα, ἃ ὁ μνηστὴρ προσέφερεν εἰς τὴν νύμφην ἢ τοὺς γονεῖς αὐτῆς κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ὁμηρικῶν χρόνων· ἡ δὲ τῆς νύμφης προὶξ ἐλέγετο φερνὴ (πρβλ. τὸ παλαιὸν ἐν Σκανδιναυΐᾳ ἔθιμον, Dasent Burn Njal, xxvii)· ὄπυιε, πορών, ἀπερείσια ἕδνα, Ἰλ. Π. 178· ἠγάγετο... [[ἐπεὶ]] πόρε μυρία ἕδνα [[αὐτόθι]] 190, πρβλ. Χ. 472· μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος Ὀδ. Π. 391., Φ. 161· [[εἰσόκε]] μοι... πατὴρ ἀποδῷσιν [[ἔεδνα]] Θ. 318· ἴδε τὴν λέξιν [[ἀνάεδνος]]· σπάν. παρ’ Ἀττ., ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν πείθων δάμαρτα Αἰσχύλ. Πρ. 560. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Α. 277., Β. 196, [[ἔεδνα]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] δῶρα προσφερόμενα εἰς τὴν νύμφην ὑπὸ τῶν περὶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, [[διότι]] τὸ οἱ δὲ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ δηλοῖ τοὺς μνηστήρας, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· [[οὕτως]] ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 2, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 16: [[ἀλλά]], ΙΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 3. 167, Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. σημαίνει γαμήλια δῶρα διδόμενα εἰς τὸ νεόγαμον [[ζεῦγος]] ὑπὸ τῶν κεκλημένων εἰς τὸν γάμον φίλων αὐτῶν. (Κατ’ ἀρχὰς ἡ [[λέξις]] αὕτη εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] ἔϝεδνα, ϝέδνα, ἀνάϝεδνος· [[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦν ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[ἡδύς]], [[ἁνδάνω]]· πρβλ. [[μείλια]] ἐκ τοῦ [[μέλι]]· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 252).
|lstext='''ἕδνον''': τό, Πινδ. Ο. 9. 16, Καλλ. Ἀποσπ. 193, Ἀνθ. Π. παράρτ. 298, Ὀρφ. Ἀργ. 876· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πληθ. ἕδνα, [[ἔεδνα]]: - Λέξις Ἐπ. σημαίνουσα τὰ γαμήλια δῶρα, ἃ ὁ μνηστὴρ προσέφερεν εἰς τὴν νύμφην ἢ τοὺς γονεῖς αὐτῆς κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ὁμηρικῶν χρόνων· ἡ δὲ τῆς νύμφης προὶξ ἐλέγετο φερνὴ (πρβλ. τὸ παλαιὸν ἐν Σκανδιναυΐᾳ ἔθιμον, Dasent Burn Njal, xxvii)· ὄπυιε, πορών, ἀπερείσια ἕδνα, Ἰλ. Π. 178· ἠγάγετο... [[ἐπεὶ]] πόρε μυρία ἕδνα [[αὐτόθι]] 190, πρβλ. Χ. 472· μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος Ὀδ. Π. 391., Φ. 161· [[εἰσόκε]] μοι... πατὴρ ἀποδῷσιν [[ἔεδνα]] Θ. 318· ἴδε τὴν λέξιν [[ἀνάεδνος]]· σπάν. παρ’ Ἀττ., ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν πείθων δάμαρτα Αἰσχύλ. Πρ. 560. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Α. 277., Β. 196, [[ἔεδνα]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] δῶρα προσφερόμενα εἰς τὴν νύμφην ὑπὸ τῶν περὶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, [[διότι]] τὸ οἱ δὲ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ δηλοῖ τοὺς μνηστήρας, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· [[οὕτως]] ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 2, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 16: [[ἀλλά]], ΙΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 3. 167, Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. σημαίνει γαμήλια δῶρα διδόμενα εἰς τὸ νεόγαμον [[ζεῦγος]] ὑπὸ τῶν κεκλημένων εἰς τὸν γάμον φίλων αὐτῶν. (Κατ’ ἀρχὰς ἡ [[λέξις]] αὕτη εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] ἔϝεδνα, ϝέδνα, ἀνάϝεδνος· [[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦν ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[ἡδύς]], [[ἁνδάνω]]· πρβλ. [[μείλια]] ἐκ τοῦ [[μέλι]]· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 252).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au pl.</i> ἕδνα, <i>épq.</i> [[ἔεδνα]];<br /><b>1</b> présents d’un prétendant aux parents d’une jeune fille pour obtenir sa main;<br /><b>2</b> présents que fait le père de la jeune fille;<br /><b>3</b> présent, don <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' p. *Ϝέδνον ; [[ἔεδνα]] p. *ἔϜεδνα.
}}
}}