ἕδνον

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδνον Medium diacritics: ἕδνον Low diacritics: έδνον Capitals: ΕΔΝΟΝ
Transliteration A: hédnon Transliteration B: hednon Transliteration C: ednon Beta Code: e(/dnon

English (LSJ)

τό, Pi.O.9.10, Call.Fr.193, Theoc.25.114, 27.33, Orph.A. 873, Nonn. D. 42.28, al.; elsewhere only pl. ἕδνα, ἔεδνα:—
A bride-price or wedding-gifts (φερνή being the bride's portion), ὄπυιε πορὼν ἀπερείσια ἕ. Il.16.178; ἠγάγετο.. ἐπεὶ πόρε μυρία ἕ. ib.190, cf. 22.472; μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος Od.16.391; εἰς ὅ κέ μοι.. πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα 8.318; rare in Trag., ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν πιθὼν δάμαρτα A. Pr.559 (lyr.): later Prose, Parth.20.1.
II wedding-gifts made to the bride by those of her own household, Od.1.277, 2.196, E.Andr. 2, Pi.O.9.10; but,
III in Id.P.3.94, Orph.l.c., D.C.79.12, wedding-presents to a wedded pair by their guests.
IV generally, gift, Theoc.25.114.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): jón. ἔεδνον Od.1.277, 8.318, 16.391, Hes.Fr.200.4
1 dote, regalo de boda entregado por el novio al padre de la novia para obtener su mano, gener. en plu. ὄπυιε πορὼν ἀπερείσια ἕδνα Il.16.178, ἠγάγετο ... ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα Il.16.190, cf. Od.11.282, ὅς κέ σ' ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ' ἀγάγηται el que venciendo con sus presentes te lleve a casa, Od.6.159, μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος Od.16.391, εἰς ὅ κέ μοι ... πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα Od.8.318, cf. Hes.l.c., ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν πιθὼν δάμαρτα A.Pr.559, πορεῖν ἕδνα AP 9.621, Parth.20.1, τὰ νενομισμένα ἕ. I.AI 6.202, cf. 200
tb. en sg. regalo del novio a la novia κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας (por parte de Pélope), Pi.O.9.10, τί μοι ἕ. ἄγεις γάμου ἄξιον; Theoc.27.33, cf. Paus.4.36.3, Orph.A.873, Nonn.D.42.28, Hsch.
2 dote, regalo, ajuar entregado a la novia por su propia familia, gener. plu. οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα Od.1.277, 2.196, cf. E.Andr.2, Paus.3.12.2.
3 biz. donas prenupciales, regalos de esponsales del novio a la novia, en plu. PKell.G.96.97 (IV d.C.), ἕδνα τὰ ὑπ' ἐμοῦ αὐτῇ προδοθέντα ἐν ὥρᾳ τῶν αὐτῆς αἰσίων γάμων πρὸ μίξεως PMasp.151.170 (VI d.C.), γαμικὰ ἕδνα PLond.1711.20 (VI d.C.).
4 regalo gener. Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τι χαρίσιον ἕ. ὀφείλω Call.SHell.254.1, cf. Theoc.25.114, τὸνδ' ἱερὸν ἔκτισα νηὸν ... ἕ. ἄνακτι IG 9(1).721 (Corcira IV d.C.).
• Etimología: Der. de *u̯edh- y c. suf. -(m)no-, cf. arus. věnodote’, cf. c. otros alarg. as. weotuma, aaa. widomoprecio de la novia’.

German (Pape)

[Seite 715] und ἔεδνον, τό, die Brautgabe; Ableitung ungewiß; entstanden zunächst aus · ἔFεδνον Fέδνον oder ἔσεδνον σέδνον; vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2 S. 154. Über den Spiritus vgl. Herodian. Scholl. Iliad. 13, 543. 5, 158. 13, 382. Bei Homer erscheint das Wort vierzehnmal, stets im plural., in folgenden Formen: ἔεδνα Odyss. 1, 277. 2, 196. 8, 318. 15, 18; ἐέδνοισι(ν) Odyss. 6, 159. 16, 391. 21, 161; ἕδνα Odyss. 11, 117. 282. 13, 378. 19, 529 Iliad. 16, 178. 190. 22, 472. An den meisten Stellen bezeichnet das Wort unzweifelhaft Geschenke, welche der Freier dem Weibe oder ihren Ältern giebt (Beides läßt sich nicht scharf unterscheiden) und für welche er eben die Braut von ihrer Familie erkauft; an zwei Stellen aber, Odyss. 1, 277. 2, 196 scheint das Wort Geschenke zu bezeichnen, welche die Familie oder der Vater der Braut dieser giebt, also eine Mitgift, eine Ausstattung, wie sie Iliad. 9, 147. 289 durch ἐπιμείλια oder μείλια bezeichnet wird. Doch kann man allenfalls auch die beiden Stellen Odyss. 1, 277. 2, 196 so verstehen, daß ἔεδνα vom Freier oder von den Freiern gegebene Geschenke sind. Vgl. die Homerischen Wörter ἀνάεδνος, ἐεδνόω (s. v. ἑδνόω), ἐεδνωτής (s. v. ἑδνωτής) und Scholl. Aristonic. Iliad. 16, 178. 9, 146. 147. 13, 366. 382. 22, 51. 11, 244. 18, 593. 22, 88. 6, 394, aus welchen Scholl. jedoch Aristarchs Ansicht nicht vollständig erhellt. Sie würde vollständig erkannt werden, wenn es unzweifelhaft wäre, daß dem Aristonicus folgendes Schol. zu Odyss. 2, 53 angehöre: ἑεδνώσαιτο: ἕδνα ἐπιδώσει, ἀποπροικίσει, χρήματα δώσει. καὶ κυρίως μὲν ἕδνα ἐστὶ τὰ διδόμενα ὑπὸ τοῦ γαμοῦντος τῇ γαμουμένῃ· νῦν δὲ καταχρηστικῶς κεῖται ἡ λάξις ἀντὶ τοῦ χρήματα ἐπιδοίη. – Die Folgenden bezeichnen durch das Wort theils Geschenke, welche der Freier dem Weibe oder ihrer Familie giebt, theils eine Mitgift, Aussteuer, Ausstattung, theils Geschenke, welche die Hochzeitgäste darbringen. Singular. ἕδνον Pind. Ol. 9, 10 Theocrit. 27, 31 Callimach. frgm. 193 Anthol. App. 298 Orph. Arg. 875; plural. ἕδνοις Aesch. Prom. 560 Euripid. Andromach. 153, ἕδνοισι Eurip. Andromach. 873, ἕδνων Paus. 3, 12 Eurip. Andromach. 2, ἕδνα Pind. P. 3, 94 Dio Cass. 79, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au pl. ἕδνα, épq. ἔεδνα;
1 présents d'un prétendant aux parents d'une jeune fille pour obtenir sa main;
2 présents que fait le père de la jeune fille;
3 présent, don en gén.
Étymologie: p. *Ϝέδνον ; ἔεδνα p. *ἔϜεδνα.

Russian (Dvoretsky)

ἕδνον: эп. тж. ἔεδνον τό преимущ. pl.
1 брачные дары (жениха родителям невесты, самой невесте Hom. или гостей новобрачным Pind., Aesch.);
2 подарки родителей невесте, приданое Hom., Pind., Eur.;
3 дар (θεῶν μυρίον ἕδνον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἕδνον: τό, Πινδ. Ο. 9. 16, Καλλ. Ἀποσπ. 193, Ἀνθ. Π. παράρτ. 298, Ὀρφ. Ἀργ. 876· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πληθ. ἕδνα, ἔεδνα: - Λέξις Ἐπ. σημαίνουσα τὰ γαμήλια δῶρα, ἃ ὁ μνηστὴρ προσέφερεν εἰς τὴν νύμφην ἢ τοὺς γονεῖς αὐτῆς κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ὁμηρικῶν χρόνων· ἡ δὲ τῆς νύμφης προὶξ ἐλέγετο φερνὴ (πρβλ. τὸ παλαιὸν ἐν Σκανδιναυΐᾳ ἔθιμον, Dasent Burn Njal, xxvii)· ὄπυιε, πορών, ἀπερείσια ἕδνα, Ἰλ. Π. 178· ἠγάγετο... ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα αὐτόθι 190, πρβλ. Χ. 472· μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος Ὀδ. Π. 391., Φ. 161· εἰσόκε μοι... πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα Θ. 318· ἴδε τὴν λέξιν ἀνάεδνος· σπάν. παρ’ Ἀττ., ἕδνοις ἄγαγες Ἡσιόναν πείθων δάμαρτα Αἰσχύλ. Πρ. 560. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Α. 277., Β. 196, ἔεδνα, φαίνεται ὅτι εἶναι δῶρα προσφερόμενα εἰς τὴν νύμφην ὑπὸ τῶν περὶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, διότι τὸ οἱ δὲ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δηλοῖ τοὺς μνηστήρας, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 2, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 16: ἀλλά, ΙΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 3. 167, Ὀρφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. σημαίνει γαμήλια δῶρα διδόμενα εἰς τὸ νεόγαμον ζεῦγος ὑπὸ τῶν κεκλημένων εἰς τὸν γάμον φίλων αὐτῶν. (Κατ’ ἀρχὰς ἡ λέξις αὕτη εἶχε τὸ δίγαμμα ἔϝεδνα, ϝέδνα, ἀνάϝεδνος· ὥστεῥίζα πιθανῶς ἦν ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ ἡδύς, ἁνδάνω· πρβλ. μείλια ἐκ τοῦ μέλι· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 252).

English (Autenrieth)

(ϝέδνον), only pl. ἕδνα, ἔεδνα: (1) bridal gifts, presented by the suitor to the father of the bride, as if to purchase her. —(2) dowry of the bride, given to her by her father, Od. 1.277.

English (Slater)

ἕδνον marriage gift ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Πέλοψ ἐξάρατο κάλλιστον ἕδνον Ἱπποδαμείας (O. 9.10) ἕδνα τε δέξαντο (sc. Πηλεὺς καὶ Κάδμος: from the gods at their marriage) (P. 3.94)

Greek Monolingual

ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και ἔεδνα) (Α)
1. τα δώρα που προσφέρει ο μνηστήρας στον πατέρα της νύφης
2. τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του πατέρα και της μητέρας στη νύφη
3. τα γαμήλια δώρα
4. δώρο.

Greek Monotonic

ἕδνον: τό (πιθ. από τα ἁδεῖν, ἡδύς
I. κυρίως στον πληθ. ἕδνα, Επικ. ἔεδνα, το γαμήλιο δώρο που προσφέρει ο μνηστήρας στη νύφη ή στους γονείς της (φερνή, η προίκα της νύφης), σε Όμηρ., Αισχύλ.
II. τα γαμήλια δώρα που προσφέρονταν στη νύφη από τους ανθρώπους της οικογένειάς της, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

ἕδνον, ου, τό, [prob. from ἁδεῖν, ἡδύς
I. mostly in plural ἕδνα, epic ἔεδνα, a wedding-gift, presented by the suitor to the bride or her parents (φερνή being the bride's portion), Hom., Aesch.
II. of wedding-gifts made to the bride by those of her own household, Od., Eur.