3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαυμάσιος''': -α, -ον, Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ-· (ἴδε [[θαῦμα]])· σπαν. ος, ον, Λουκ. Εἰκ. 19· - [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[θαυμαστός]], [[ὄσσα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 443· [[χάρις]] Ἡσ. Θ. 584· θωυμασιωτέρη Ἡρόδ. 2.21· θωυμάσια, θαυμαστὰ πράγματα, θαύματα, [[αὐτόθι]] 35, πρβλ, 6. 47· θαυμάσια ἐργάζεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· ἧττον θαυμαστά, [[καίπερ]] [[ὄντα]] θαυμάσια, ἧττον θαυμαζόμενα, ἂν καὶ [[εἶναι]] ἄξια θαυμασμοῦ, Πλούτ. 2. 974D· - μετ’ ἀπαρ., [[τέρας]] θ. προσιδέσθαι Πίνδ. Π. 1. 49· οὐ θαυμάσιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 468· ἐστὶν δὲ.. τοῦτο.. θαυμάσιον, [[ὅπως]].. ὁ αὐτ. Πλ. 340· [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ ἐπὶ καλλονῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9· πρὸς τὴν τόλμαν θαυμασιώτατος Αἰσχίν. 75. 17· - [[συχνάκις]] προστιθεμένου ἀναφορικοῦ, θαυμάσιον ὅσον, θαυμασίως [[λίαν]], mirum quantum, Πλάτ. Συμπ. 217Α· θαυμάσια ἡλίκα Δημ. 348, 28· πρβλ. [[θαυμαστός]]· - τὸ θαυμασιώτατον, τὸ ἄξιον μεγίστου θαυμασμοῦ, τὸ τὰ [[μάλιστα]] ἀξιοθαύμαστον, Διόδ. 1. 63. 2) Ἐπίρρ. -ίως, θαυμαστῶς, δηλ. [[σφόδρα]], καθ’ ὑπερβολήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1240· [[συχνάκις]] προστιθεμένου τοῦ ὡς, θ. ὡς [[ἄθλιος]], θαυμασίως [[ἄθλιος]], Πλάτ. Γοργ. 471Β· θ. ἂν ὡς εὐλαβοίμην, θὰ [[ἤμην]] θαυμασίως [[προσεκτικός]], Δημ. 844. 5. ΙΙ. [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[ἔξοχος]], μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α, Δημ. 375. 24· συχνὸν ἐν προσφωνήσεσιν, ὦ θαυμάσιε, ὡς τὸ ὦ μακάριε, Πλάτ. Πολ. 435C κ. ἀλλ. ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικῶς, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27˙ θ. καὶ ἄλογον, παράδοξον καὶ παράλογον, Πλάτ. Γοργ. 496Α. | |lstext='''θαυμάσιος''': -α, -ον, Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ-· (ἴδε [[θαῦμα]])· σπαν. ος, ον, Λουκ. Εἰκ. 19· - [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[θαυμαστός]], [[ὄσσα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 443· [[χάρις]] Ἡσ. Θ. 584· θωυμασιωτέρη Ἡρόδ. 2.21· θωυμάσια, θαυμαστὰ πράγματα, θαύματα, [[αὐτόθι]] 35, πρβλ, 6. 47· θαυμάσια ἐργάζεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· ἧττον θαυμαστά, [[καίπερ]] [[ὄντα]] θαυμάσια, ἧττον θαυμαζόμενα, ἂν καὶ [[εἶναι]] ἄξια θαυμασμοῦ, Πλούτ. 2. 974D· - μετ’ ἀπαρ., [[τέρας]] θ. προσιδέσθαι Πίνδ. Π. 1. 49· οὐ θαυμάσιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 468· ἐστὶν δὲ.. τοῦτο.. θαυμάσιον, [[ὅπως]].. ὁ αὐτ. Πλ. 340· [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ ἐπὶ καλλονῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9· πρὸς τὴν τόλμαν θαυμασιώτατος Αἰσχίν. 75. 17· - [[συχνάκις]] προστιθεμένου ἀναφορικοῦ, θαυμάσιον ὅσον, θαυμασίως [[λίαν]], mirum quantum, Πλάτ. Συμπ. 217Α· θαυμάσια ἡλίκα Δημ. 348, 28· πρβλ. [[θαυμαστός]]· - τὸ θαυμασιώτατον, τὸ ἄξιον μεγίστου θαυμασμοῦ, τὸ τὰ [[μάλιστα]] ἀξιοθαύμαστον, Διόδ. 1. 63. 2) Ἐπίρρ. -ίως, θαυμαστῶς, δηλ. [[σφόδρα]], καθ’ ὑπερβολήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1240· [[συχνάκις]] προστιθεμένου τοῦ ὡς, θ. ὡς [[ἄθλιος]], θαυμασίως [[ἄθλιος]], Πλάτ. Γοργ. 471Β· θ. ἂν ὡς εὐλαβοίμην, θὰ [[ἤμην]] θαυμασίως [[προσεκτικός]], Δημ. 844. 5. ΙΙ. [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[ἔξοχος]], μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α, Δημ. 375. 24· συχνὸν ἐν προσφωνήσεσιν, ὦ θαυμάσιε, ὡς τὸ ὦ μακάριε, Πλάτ. Πολ. 435C κ. ἀλλ. ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικῶς, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27˙ θ. καὶ ἄλογον, παράδοξον καὶ παράλογον, Πλάτ. Γοργ. 496Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> admirable, étonnant, merveilleux ; θαυμάσια HDT des choses merveilleuses ; [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]] XÉN merveilleux de beauté ; θαυμάσιον [[ὅσον]] PLAT merveilleusement (<i>lat.</i> mirum quantum) ; Ὦ θαυμάσιε PLAT mon admirable ami ! <i>ironiq.</i> Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε XÉN homme très admirable !;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> θαυμάσιον καὶ ἄλογον PLAT étrange et absurde;<br /><i>Cp.</i> θαυμασιώτερος, <i>Sp.</i> θαυμασιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]]. | |||
}} | }} |