3,276,318
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ. | |lstext='''μεγαίρω''': ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ [[μέγας]], ὡς τὸ [[γεραίρω]] ἐκ τοῦ [[γέρας]])· - [[κυρίως]], [[βλέπω]] ἐπί τι [[πρᾶγμα]] ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· [[ὁπόθεν]] λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες [[ταχέως]] προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· [[ὅθεν]], I. δὲν [[παρέχω]] τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ [[Ἀπόλλων]] Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι [[μεγαίρω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., [[μηδὲ]] μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, [[μηδὲ]] φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι [[μεγαίρω]], δὲν [[ἀντιλέγω]] εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., [[τάων]] οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ [[μεγαίρω]] (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] φθόνον [[ἐναντίον]] τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - [[οὔτι]] [[μεγαίρω]], δέν μοι [[μέλει]] πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ [[Ποσειδῶν]] ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. [[φθονέω]] I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]], Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεγαρῶ, <i>ao.</i> ἐμέγηρα, <i>pf. inus.</i><br />regarder comme trop grand, trop beau, <i>d’où</i><br /><b>1</b> porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;<br /><b>2</b> refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier <i>ou</i> refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς [[ἡμῖν]] τελευτῆσαι [[τάδε]] ἔργα OD et ne nous refuse pas d’accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m’oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν [[οὔτε]] [[μεγαίρω]] IL je ne m’oppose pas à ce qu’on brûle (les morts) ; <i>abs.</i> οὔ [[τι]] [[μεγαίρω]] OD je ne refuse rien, je consens à tout.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] ; pour la formation cf. [[γεραίρω]] de [[γέρας]]. | |||
}} | }} |