Anonymous

ποδανιπτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδᾰνιπτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[νίζω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· [[ποδονιπτήρ]], ποδόνιπτρον [[εἶναι]] τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.
|lstext='''ποδᾰνιπτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[νίζω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· [[ποδονιπτήρ]], ποδόνιπτρον [[εἶναι]] τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />bassin pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[νίπτω]].
}}
}}