3,277,301
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποδᾰνιπτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[νίζω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· [[ποδονιπτήρ]], ποδόνιπτρον [[εἶναι]] τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689. | |lstext='''ποδᾰνιπτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[νίζω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· [[ποδονιπτήρ]], ποδόνιπτρον [[εἶναι]] τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />bassin pour les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[νίπτω]]. | |||
}} | }} |