Anonymous

ἐπιμένω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμένω''': ἀόρ. ἐπέμεινα: - [[ἀναμένω]], [[περιμένω]], Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς [[αὔριον]] Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν [[ὄφρα]] κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· [[οὕτως]], ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, [[μένω]] [[ἔνθα]] ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, [[εἴπου]] δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ [[μένω]], Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ [[ἡμεῖς]] ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.<br /> 4) [[μένω]] πιστὸς [[ἐμμένω]], [[ὅμως]] ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. [[ἔνθα]] διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Λατ. expectare, τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. [[ἐπαναμένω]]): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], νὰ μὴ περιμείνῃς [[ὥστε]] νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. [[ἐπιμίμνω]].
|lstext='''ἐπιμένω''': ἀόρ. ἐπέμεινα: - [[ἀναμένω]], [[περιμένω]], Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἀπολ., εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον ἐπειγόμενός περ Ἄρηος Ἰλ. Τ. 142, Ὀδ. Ρ. 277· ἐπιμεμεῖναι ἐς [[αὔριον]] Λ. 351· ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἀρήϊα τεύχεα δύω, ἀλλ’ ἄγε νῦν ἀνάμεινον ἕως οὖ ἐνδυθῶ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, Ἰλ. Ζ. 340· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν [[ὄφρα]] κεν κτλ. Ὀδ. Δ. 587· ἐπιμ. ἵνα..., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 160· [[οὕτως]], ἐπιμ. ἔς τε... Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· - μεθ’ Ὅμ., ἐπιμ. ἐν τῇ πόλει Ἀνδοκ. 10. 26· ἐπὶ τῇ στρατιᾷ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 1. 2) ἀπολ., ἐπὶ πράγματός τινος, [[μένω]] [[ἔνθα]] ἐτέθην, καὶ τὸν πηλὸν, [[εἴπου]] δέοι χρῆσθαι, ἀγγείων ἀπορίᾳ, ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν Θουκ. 4. 4· ἐξακολουθῶ νὰ [[μένω]], Πλάτ. Φαίδων 80C, Ξεν. Κυν. 6, 4· - διατηρῶ τὴν θέσιν μου, ἐπὶ ἰππέος, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 3) ἐξακολουθῶ ἐπιδιώκων ἢ ἀναζητῶν τι, εἰ οὖν βούλει, καὶ [[ἡμεῖς]] ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν Πλατ. Λαχ. 194Α· ἐπιμεῖναι ἐπὶ λόγῳ καὶ ἐρωτήματι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· ἐπὶ τοῖς δοξαζομένοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Α· ἐπὶ τοῦ κακουργήματος Δημ. 727. 27· ἐπὶ τῆς πολιορκίας Πολύβ. 1. 77, 1· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., ἐπ. ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκὼς Πλατ. Μένων 93D.<br /> 4) [[μένω]] πιστὸς [[ἐμμένω]], [[ὅμως]] ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6. [[ἔνθα]] διωρθώθη ἐνέμενε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Λατ. expectare, τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 624, Φοίν. 231, Πλατ. Πολ. 361D (πρβλ. [[ἐπαναμένω]]): - μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τι τελεσθῆναι Θουκ. 3. 2, πρβλ. 26· μὴ ’πιμείναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], νὰ μὴ περιμείνῃς [[ὥστε]] νά... Σοφ. Τρ. 1176. - Πρβλ. [[ἐπιμίμνω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester sur, <i>particul.</i> rester ferme en selle;<br /><b>2</b> s’en tenir à, persévérer dans : τινι, [[ἐπί]] τινος, [[ἐπί]] τινι dans qch, s’attacher à qch ; <i>abs., en parl. de choses</i> durer, rester sans changement, persister;<br /><b>3</b> demeurer, attendre : ἐπίμεινον τεύχεα [[δύω]] IL attends que je revête mon armure ; ἐπ. [[ὄφρα]] OD, [[ἔστε]] XÉN attendre que;<br /><b>4</b> <i>avec un suj. de chose</i> attendre, être réservé à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μένω]].
}}
}}