Anonymous

ἁλίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίρρῠτος''': -ον, ὁ καταρρεόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 12.55. II. ἁλ. [[ἄλσος]], αὐτὴ ἡ ἐγειρομένη [[θάλασσα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 868 (λυρ.).
|lstext='''ἁλίρρῠτος''': -ον, ὁ καταρρεόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 12.55. II. ἁλ. [[ἄλσος]], αὐτὴ ἡ ἐγειρομένη [[θάλασσα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 868 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui baigne de ses flots;<br /><b>2</b> baigné par la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ῥέω]].
}}
}}