Anonymous

ἀκροθιγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui touche la surface, qui effleure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]].
}}
}}