ἀκροθιγής

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροθῐγής Medium diacritics: ἀκροθιγής Low diacritics: ακροθιγής Capitals: ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ
Transliteration A: akrothigḗs Transliteration B: akrothigēs Transliteration C: akrothigis Beta Code: a)kroqigh/s

English (LSJ)

ἀκροθιγές, touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.

Spanish (DGE)

(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.

German (Pape)

[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροθῐγής: слегка прикасающийся, легкий (φίλημα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

θιγγάνω
touching on the surface, touching the lips, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω.