Anonymous

συναπολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπολογέομαι''': ἀποθ., ἀπὸ κοινοῦ ἀπολογοῦμαι, Δημ. 749. 9, 23, κτλ.· σ. τινα τοῖς νόμοις, παρὰ τῷ αὐτῷ 707. 15· μισθοῦ Λυκοῦργ. 167. 23.
|lstext='''συναπολογέομαι''': ἀποθ., ἀπὸ κοινοῦ ἀπολογοῦμαι, Δημ. 749. 9, 23, κτλ.· σ. τινα τοῖς νόμοις, παρὰ τῷ αὐτῷ 707. 15· μισθοῦ Λυκοῦργ. 167. 23.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> se justifier <i>ou</i> se défendre avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> prendre la défense de qqn en même temps que de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολογέομαι]].
}}
}}