συναπολογέομαι
English (LSJ)
join in defending, D.24.157,159, Hyp.Lyc.Fr. 3, etc.; σ. τοῖς νόμοις Lex ap.D.24.23; μισθοῦ for hire, Lycurg.138; συναπελογεῖτο is prob. cj. for συνανελογεῖτο in Din.1.28.
German (Pape)
[Seite 1002] dep. med., sich mit, zugleich, zusammen vertheidigen, fut., Dem. 24, 157; auch eines Andern Vertheidigung führen, τοῖς νόμοις, der Gesetze, Dem. 24, 23; D. Hal. 7, 54.
French (Bailly abrégé)
συναπολογοῦμαι;
1 se justifier ou se défendre avec ou en même temps;
2 prendre la défense de qqn en même temps que de.
Étymologie: σύν, ἀπολογέομαι.
Russian (Dvoretsky)
συναπολογέομαι: вместе выступать в защиту: σ. τι Dem. вести совместную защиту (на суде) с кем-л.; σ. τινα τοῖς νόμοις Dem. выступать в чью-л. защиту и вместе с тем в защиту законов.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολογέομαι: ἀποθ., ἀπὸ κοινοῦ ἀπολογοῦμαι, Δημ. 749. 9, 23, κτλ.· σ. τινα τοῖς νόμοις, παρὰ τῷ αὐτῷ 707. 15· μισθοῦ Λυκοῦργ. 167. 23.
Greek Monotonic
συναπολογέομαι: αποθ., συμβάλλω στην υπεράσπιση, απολογούμαι, υπερασπίζομαι από κοινού, συνηγορώ, σε Δημ.
Middle Liddell
Dep. to join in defending, Dem.