Anonymous

δυσκέραστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκέραστος''': -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.
|lstext='''δυσκέραστος''': -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, [[πρός]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κεράννυμι]].
}}
}}