3,274,915
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354. | |lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | |||
}} | }} |