3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνέη''': Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· [[ὅθεν]] [[κυνέη]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, [[διότι]] εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· [[κυρίως]] δὲ ἡ [[κυνέη]] ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, [[ἔνθα]] καλεῖται [[καταῖτυξ]] καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ [[ὅταν]] δὲ καλῆται [[χαλκήρης]], [[χαλκοπάρῃος]], [[εὔχαλκος]], [[πάγχαλκος]], χρυσείη, [[πάλιν]] [[εἶναι]] δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, [[ὅπου]] [[κυνέη]] αἰγείη [[εἶναι]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ [[Ἡσίοδος]] ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ [[κυνέη]] Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ [[Περσεύς]], Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[σημασία]] ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· [[ὡσαύτως]], κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· [[καθόλου]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445. | |lstext='''κῠνέη''': Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ [[δορά]]), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· [[ὅθεν]] [[κυνέη]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, [[διότι]] εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· [[κυρίως]] δὲ ἡ [[κυνέη]] ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, [[ἔνθα]] καλεῖται [[καταῖτυξ]] καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ [[ὅταν]] δὲ καλῆται [[χαλκήρης]], [[χαλκοπάρῃος]], [[εὔχαλκος]], [[πάγχαλκος]], χρυσείη, [[πάλιν]] [[εἶναι]] δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, [[ὅπου]] [[κυνέη]] αἰγείη [[εἶναι]] [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ [[Ἡσίοδος]] ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ [[κυνέη]] Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ [[Περσεύς]], Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[σημασία]] ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] ἐσήμαινεν [[ἁπλῶς]] περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· [[ὡσαύτως]], κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· [[καθόλου]], [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> casque de combattant en peau de chien <i>ou</i> en cuir quelconque ; <i>p. ext.</i> casque de métal;<br /><b>2</b> chapeau, coiffure de cuir contre le soleil <i>ou</i> la pluie à l’usage des paysans;<br /><b>3</b> [[κυνέη]] [[Ἄϊδος]] IL, ἡ [[Ἄϊδος]] [[κυνῆ]] PLAT nuée très épaisse dont s’enveloppait Athéna pour se rendre invisible.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύνεος]]. | |||
}} | }} |